Η Κατάρα του Σένγκαο: Μέρος 13ο




«Ανάθεμα!» ούρλιαξε ο Λου γονατίζοντας ηττημένος πια από την εξάντληση και τον ψυχικό πόνο. Εγώ ίσα που μπορούσα να σηκωθώ και να περπατήσω. Το στέρνο μου ήταν τυλιγμένο από σφιχτά δεμένους επιδέσμους, και μια δυνατή μυρωδιά βοτάνων μου έκαιγε τα ρουθούνια. Η Σουί Λιάν με είχε παρακαλέσει να παραμείνω αν όχι ξαπλωμένος, έστω καθισμένος για λίγη ώρα. Ήμουν τυχερός, είπε, που ο Ντάε συνειδητοποίησε πως είχα μείνει πίσω και γύρισε για να με πάρει μακριά. Ήμουν όντως τυχερός.
             «Καταραμένο αυτό το ταξίδι!» συνέχισε να φωνάζει. Τον πλησίασε ο Ντονγκ Τσα αλλά εκείνος τον απομάκρυνε απότομα, σπρώχνοντάς τον από τους ώμους. «Δεν έπρεπε να είχαμε αγγίξει ποτέ αυτά τα μέρη!» μας κοίταξε όλους « Έπρεπε να μας είχε προϊδεάσει το γεγονός πως ούτε οι αφοσιωμένοι των θεών δεν πλησιάζουν εδώ». Βρισκόμασταν σε έναν εγκαταλελειμμένο ναό, με ένα διαλυμένο στύλο προσευχών και γκρεμισμένα αγάλματα, τα οποία είχαν μολύνει ποικίλες και περίεργες μορφές χλωρίδας. «Αν οι ίδιοι οι θεοί δεν προσφέρουν ευλογία και δύναμη για τη καταπολέμηση του τότε γιατί να πιστέψουμε πως μπορούμε εμείς να το αντιμετωπίσουμε; Ποιος ήταν ο σκοπός της Σχολής; Να μας στείλουν στην δική μας καταδίκη;» πέταξε με δύναμη τη βαλλίστρα του, σχεδόν σπάζοντάς την από τη οργή. Έπειτα άρχισε να διαλύεται και ο ίδιος. Έτρεμε και οι λυγμοί ξέφευγαν ανεξέλεγκτα «Ο Πο, ο καημένος Πο, πνίγηκε μόνος μέσα στο σκοτάδι και ο Πάι Λα…ένα παιδί μονάχα, ένα παιδί, το διανοείστε; Κατασπαράχθηκε ζωντανός! Ζωντανός!» ωρυόταν και ούρλιαζε. Η αδικία ήταν επώδυνη για όλους μας, και για αυτό δεν τον σταμάτησε κανείς. Τα λόγια του κουβαλούσαν βαριά και ανατριχιαστική αλήθεια. Φαγώθηκε ζωντανός. Πως να είναι άραγε η αίσθηση του να σου σχίζουν τη δέρμα με δόντια κοφτερά και να δαγκώνουν κομμάτια ολόκληρα της σάρκας; Πονάς ή το μυαλό σου μουδιάζει και αδυνατείς να νιώσεις το οτιδήποτε; Κι αν όντως δεν μπορείς να βιώσεις τον πόνο, ο τρόμος σου επιτρέπει να κοιτάξεις μακριά ή παρακολουθείς το βάναυσο και μαρτυρικό αυτό τέλος;
            «Αν δεν βοηθήσουμε εμείς, Λου Τσιέν, τότε ποιος θα το κάνει; Ποιος θα καταφέρει να δαμάσει το μένος του Βουνού και να καθησυχάσει τους κατοίκους φέρνοντας γαλήνη;» ο Ντάε καθόταν σε μια διαλυμένη πέτρινη κολώνα και καθάριζε με την άκρη της ρόμπας του τη λεπίδα του ξίφους του. «Όταν σας κάλεσε ο Μέγας Δάσκαλος και Άρχοντας Αράι στην αίθουσα Μελέτης, σας διηγήθηκε τη θλιβερή αυτή ιστορία, τονίζοντας πως δεν πρόκειται για μια εκδρομή αλλά για σοβαρή κα επικίνδυνη αποστολή. Μέσα από αυτή θα ωριμάζατε και θα μαθαίνατε την πραγματική αξία της θυσίας, το νόημα του να είσαι ένας πραγματικός Κάιμινγκ.  Όσοι βρίσκεστε εδώ και όσοι βρίσκονταν μαζί μας στην αρχή του ταξιδιού, είχατε συμφωνήσει να με ακολουθήσετε» τοποθέτησε το ξίφος στο θηκάρι του και σηκώθηκε, βηματίζοντας προς τον Λου. «Αν θες να κατηγορήσεις πράγματι κάποιον, ας είναι το κακό που φωλιάζει εδώ. Αν πάλι αυτό δεν ικανοποιεί το μένος σου τότε ρίξε το βάρος της ευθύνης στα ίδια τα αδέρφια που χάθηκαν από δική τους επιλογή» ο Λου είχε σκύψει το κεφάλι και δεν διέκοψε λεπτό τον Ντάε. Κανείς μας δεν είχε τέτοια πρόθεση ούτε αποσκοπούσε σε περαιτέρω διαπληκτισμό. Από τη πλευρά όμως που βρισκόμουν μπορούσα να διακρίνω τη ματιά του αδερφού Λου και δεν υπήρχε ίχνος μεταμέλειας για τα λόγια του. Μονάχα οργή προς τον Μεγάλο Αδερφό και την σκληρή του στάση απέναντι σε αυτά τα τραγικά γεγονότα. «Όσο και να φωνάζουμε και να καταριόμαστε τα θεία, οι νεκροί δεν θα επιστρέψουν ποτέ στη γη των ζωντανών» τίναξε τις ρόμπες του και γύρισε τη πλάτη σε όλους μας «Πρέπει να αποδεχτούμε πως χάρη στη θυσία του Πάι Λα, καταφέραμε και ξεφύγαμε. Διαφορετικά θα είχαμε όλοι την ίδια μοίρα» μια ματιά του μονάχα έπεσε πάνω μας. Τον είδα εκεί, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι και στην καταχνιά να στέκει και να μας κοιτά. Ίσως ήθελε πράγματι να πιστέψουμε τα λόγια του. Ίσως αποζητούσε την κατανόησή μας. Όποιος και να ήτανε ο σκοπός του, ρίγος με διαπέρασε και ευθύς κοίταξα αλλού.
            Σιωπή. Μόνο ο άνεμος που ούρλιαζε αδιάκοπα γέμιζε το κενό της νύχτας. Κοίταξα την Σουί Λιάν η οποία είχε χαθεί στις δικές της σκέψεις με τους δικούς της δαίμονες.
            «Οικείο…» την άκουσα να μονολογεί «Τόσο οικείο συναίσθημα» αναστέναξε και χάιδεψα τον ώμο της στοργικά. Το βλέμμα μου ακολούθησε πιστά το δικός της. Έτρεξε στη γκρεμισμένη πρόσοψη του ναού και πήδησε προς το μικρό ιερό που στεκόταν ακόμα αλάβωτο από τις καταστροφές και το πέρας του κόσμου.
            «Ο ναός;» ρώτησα με χαμηλή φωνή.
            «Εδώ που οι γονείς μου ήθελαν να φτάσουν. Θα υπέβαλλαν τα σέβη τους στο ιερό και θα άφηναν προσφορές για τους θεούς» ίσιωσα το κορμί μου και προσπάθησα να κοιτάξω λίγο καλύτερα. Η ζοφερή ατμόσφαιρα με εμπόδιζε από το να παρατηρήσω περισσότερα. Ο φόβος καραδοκούσε στο μυαλό μου και η σκέψη πως κάτι θα ξεπηδούσε από τα έγκατα των σκοτεινών διαστάσεων, με κρατούσε όμηρο.
            «Πιστεύεις πως χάθηκαν στον δρόμο;»
            «Σίγουρα δεν έφτασαν ποτέ εδώ. Όταν ήρθαμε, κοίταξα τριγύρω, αλλά δεν υπήρχε κανέναν ίχνος ανθρώπου. Ίσως κανείς να μην έχει καταφέρει να πατήσει το πόδι του εδώ για χρόνια πολλά» δεν είχε άδικο. Το έδαφος ήταν γεμάτο από πέτρες και συντρίμμια καθώς ξερόχορτα. Τα μόνα σημάδια ζωής ήταν τα δικά μας χνάρια και ίσως κάποια των ζώων που ζούσαν ανάμεσα στα τέρατα. Μα πέρα από αυτά, τίποτα άλλο δεν μπορούσε να διακριθεί. 
            «Λου!» ο Γιαν Φει τράβηξε τη προσοχή όλων μας «Που νομίζεις πως πας;» τον είχε αρπάξει από το μπράτσο. Ο Λου είχε στα χέρια του την βαλλίστρα και τον σάκο του περασμένο στον ώμο του.
            «Δεν θα κάθομαι με σταυρωμένα χέρια. Είπε πως θα ακολουθούσε, έχουν περάσει ώρες, αδερφέ. Δεν βρίσκεται πουθενά. Θα πάω να τον βρω»
            «Θεωρείς πως είναι καιρός να χωριζόμαστε; Για το όνομα των θεών, Λου! Ήδη έχουμε λιγοστέψει» ο Ντονγκ Τσα τους πλησίασε και μπήκε μπροστά από τον φανερά απεγνωσμένο Λου «Αν ένας – ένας αποφασίζετε να φεύγετε σε αποστολές διάσωσης, τότε πιστεύεις πως εμείς οι δυο που θα μείνουμε πίσω θα καταφέρουμε να φέρουμε εις πέρας την κύρια αποστολή;» περίμενε λίγο για κάποια απόκριση. Σηκώθηκα με δυσκολία και με τη βοήθεια της Σουί Λιάν.
            «Αν μιλάτε για τον αδερφό Τάι, θα πρέπει να πιστέψουμε σε εκείνον. Λου, λυπάμαι που το λέω αλλά τα αδέρφια έχουν δίκιο. Δεν πρέπει να χωριστούμε τώρα. Βρισκόμαστε ανάσες πριν τον στόχο μας, και δεν ξέρουμε αν τα Ζου Νιαν, οι δαίμονες, απομακρύνθηκαν. Ας προχωρήσουμε, κι αν το θελήσουν οι θεοί, θα φέρουν στο μονοπάτι μας και τα τρία αδέρφια» γύρισα προς τον Ντάε «Αυτό δεν είναι στο κάτω – κάτω το νόημα της θυσίας, Μεγάλε Αδερφέ; Ο δικός τους χαμός για τη δική μας επιτυχία;» έφυγα με μια αλόγιστη αίσθηση οργής να γεμίζει τα στήθια μου. Άρπαξα τη πουκαμίσα μου και τη φόρεσα άτσαλα. Έπειτα, απομακρύνθηκα από τη σημείο της φωτιάς που είχαμε στήσει και κατευθύνθηκα προς τον ναό.
            «Γου Σι!» κοντοστάθηκα και αναστέναξα, μα δεν γύρισα.
            «Όσα συμβαίνουν είναι αδιανόητα…» μονολόγησα.
            «Θέλει σθένος για να τα υπομείνεις» η θέρμη της πλεκτής κουβέρτας αγκάλιασε τους ώμους μου και μπροστά φάνηκε η Σουί Λιάν. Με τα ακροδάχτυλά της έστρωσε το ζεστό κάλυμμα στους ώμους μου και με κοίταξε με στοργή.
            «Δεν μπορώ να καταλάβω τη στάση του. Ο Ντάε δεν ήταν ποτέ τόσο σκληρός. Όταν οι υπόλοιποι δάσκαλοι μας συμπεριφέρονταν με αυστηρότητα ήταν ο πρώτος που έμπαινε μπροστά μας, όχι απέναντι μας όπως τώρα» κούνησα το κεφάλι μου ζαλισμένος και απογοητευμένος, ανίκανος στο να σκεφτώ το οτιδήποτε με λογική.
            «Τότε όμως δεν ήταν υπεύθυνος για τις ζωές σας» κάθισε κάτω και το ίδιο έκανα και εγώ. Δίπλα της κατάφερα να ηρεμήσω «Ο θείος μου ήταν ο πιο γλυκός άνθρωπος που υπήρχε. Όταν με τιμωρούσαν οι γονείς μου, εκείνος με κακομάθαινε. Μα όταν χάθηκαν και ανέλαβε τη κηδεμονία μου, απέκτησε την αυστηρή τους στάση» αγκάλιασε τα γόνατά της και διατήρησε το βλέμμα της πάνω μου. «Οι ευθύνες μας αλλάζουν και ο ρόλοι στη ζωή μας είναι αλλάζουν σαν τον χρόνο. Δεν μπορείς να προβλέψεις τις αλλαγές και σίγουρα δεν μπορείς να δεις τι σου επιφυλάσσει το μέλλον. Δώσε λίγο χρόνο και στον Μεγάλο σας αδερφό αλλά και στη δική σου οργή» το χέρι της βρέθηκε στο στήθος μου και χαμογέλασε.
            «Θέλω να δεχτώ πως έχεις δίκιο, αλλά» το βλέμμα μου έπεσε στους θάμνους πλάι μας.
            «Τί έγινε;» της έκανα νόημα να μην μιλήσει και σηκώθηκα. Το θρόισμα των φύλλων πήγαινε ενάντια στον αέρα που φυσούσε. Κάποιος ή κάτι μας παρακολουθούσε.
            «Αδέρφια!» μπροστά μου πετάχτηκε ένας έντρομος Τάι, γδαρμένος σε όλο το πρόσωπο και αλαφιασμένος. Τον έπιασα για να μην πέσει κάτω και η Σουί Λιάν έφυγε για να φωνάξει τους υπόλοιπους.
            «Τάι, τί συνέβη; Πού είναι ο Γουέι και ο Τζια;» αδυνατούσε να μιλήσει. Κουνούσε μονάχα τα χέρια του προς την κατεύθυνση από την οποία είχε έρθει. Σύντομα, όλα τα αδέρφια συγκεντρώθηκαν γύρω από τον Τάι.
            «Τους βρήκες; Σας επιτέθηκαν;» ρώτησε με μια ανάσα ο Λου.
            «Είναι νεκροί; Λέγε!» η απόγνωση του Γιαν Φει μας παρέσυρε όλους. Κρεμόμασταν από τα χείλη του, αλλά εκείνος δεν μίλησε.
            «Γου Σι, έλα μαζί μου, οι υπόλοιποι παραμείνετε σε επιφυλακή!» η διαταγή του Ντάε δόθηκε με βροντερή φωνή και τον ακολούθησα πιστά ως το σημείο που μας οδήγησε ο ταραγμένος αδερφός.
            Οι χειρότεροί μας φόβοι θα επιβεβαιώνονταν και νέοι θα ξεπηδούσαν, παρασέρνοντας μας πέρα από τη λογική.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις