Χριστουγεννιάτικη...μελαγχολία;

 Απομένουν μόλις τρεις ημέρες πριν τα Χριστούγεννα και εμφανίζομαι από το πουθενά έπειτα από ενάμιση μήνα απόλυτης σιωπής. Τρελό έτσι; Είναι απίστευτο πως μέσα σε λίγες μέρες και ώρες μπορεί να αλλάξει η διάθεση του ανθρώπου και είναι μεγάλη αλήθεια πως ούτε εσύ ο ίδιος δεν μπορείς να το προβλέψεις. Δουλειά, υποχρεώσεις, σκαμπανεβάσματα διάθεσης…όλα τοποθετούν το λιθαράκι τους και το καταλαβαίνεις όταν έχουν γκρεμιστεί όλα.

                 Ελπίζω να είστε όλοι καλά και παρά τις δυσκολίες, τα άσχημα μαντάτα και γεγονότα που συμβαίνουν καθημερινά να έχετε κάτι μικρό στο οποίο στηρίζεστε και το οποίο αυτό σας κρατά ακόμα ζωντανούς, είτε είναι κάποιο αντικείμενο, συναίσθημα, ή άτομο. Εγώ για καλή μου τύχη έχω τόσο την γυναίκα μου και το παιδί μας – τον σκανδαλιάρη γάτο μας – να με κρατάνε γερά στα πόδια μου. Πολλές φορές μάλιστα πιάνω τον εαυτό μου να αναρωτιέται τί θα έκανε αν δεν τους είχα. 
     Πού ήμουν λοιπόν.  Άφησα στην άκρη κάθε δημιουργική απασχόληση και έπεσα με τα μούτρα στη ρουτίνα της καθημερινότητας. Δουλειά, σπίτι, ύπνος και μετά ξανά η επανάληψη εκείνη που σε κουράζει και δεν κρατά φυλακισμένο. Απέκλεισα τον εαυτό μου ακόμα και από φίλους και οικογένεια γιατί αναζητούσα την απόλυτη μοναξιά μέσα στο πλαίσιο της θαλπωρής που μου προσφέρει το σπίτι μου και η σύντροφος μου. Αναρωτιέμαι αν ποτέ έχετε έρθει αντιμέτωποι με αυτή την ανάγκη. Για μένα είναι φάρμακο…ο αποκλεισμός μου από τον περίγυρο. Ποτέ δεν ήμουν άτομο που αισθανόταν άνετα σε μέρη με κόσμο ούτε απολάμβανα πάντα τους συνωστισμούς. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, όταν έρχονταν επισκέπτες στο πατρικό, κρυβόμουν στο δωμάτιο. Πλέον, όντας ενήλικας έχω την επιλογή του να κλείσω τη πόρτα και να την ανοίξω όποτε εγώ νιώθω άνετα και έτοιμη. Με βοηθάει αλλά δυστυχώς δεν το καταλαβαίνουν όλοι. Σίγουρα είναι κάπως περίεργο να θες να αποκλείεις τον εαυτό σου και να μην επικοινωνείς με τους άλλους για μέρες ακόμα και για μήνες και να εμφανίζεσαι μετά σαν να μη συμβαίνει τίποτα, αλλά τα δυο – τρία άτομα που έχουν μια μικρή γνώση του μέσα μου αντιλαμβάνονται ότι όταν γυρνάω, γυρνάω διαφορετική. Κάποιες φορές με επουλωμένες τις πληγές άλλες απλά με τις μπαταρίες μου γεμάτες. Έτσι και τώρα. Έφυγα, αντιμετώπισα τους δικούς μου δαίμονες έως το σημείο που το επέτρεπε το ψυχισμός μου και επέστρεψα με μικρά και δειλά βήματα. Ένα από αυτά είναι τούτο το post. Μια μικρή χαραμάδα στον εσωτερικό μου κόσμο και μια ιδέα για το τί σκέφτομαι και το πως λειτουργώ. Ίσως να μην είναι και ό,τι ποιο ευχάριστο έχετε διαβάσει αλλά για μένα είναι σωτήριο. Οι ξένοι μερικές φορές, παρουσιάζουν τέτοια κατανόηση που όμοια τους δεν θα ξανά συναντήσεις. Δεν θέλω να παρεξηγηθώ. Από τα πέντε άτομα που διαβάζουν αυτό το φτωχό μπλογκ, τα δύο είναι κοντινά άτομα που έχω την ευτυχία να καλώ φίλους αλλά η φύση αυτής της φιλίας, της απόστασης και η άγνοια των πιο σκοτεινών κομματιών του μυαλού μου καθιστά τις συμβουλές τους και τον ρόλο τους αντικειμενικό. Με πιο απλά λόγια, εκείνοι είναι που θα ακούσουν χωρία να αισθανθούν την ανάγκη και την υποχρέωση να παρουσιάσουν κάποια λύση. Είναι εκείνοι που θα διαβάσουν, θα κάνουν αισθητή τη παρουσία τους και θα σου προσφέρουν τον απαραίτητο χρόνο για να ανοιχθείς. Καλώς ή κακώς, οι δικοί μας άνθρωποι, η παρέα μας, οι σύντροφοι και η οικογένεια έχουν έντονη την ανάγκη να σε σώσουν, να σε βγάλουν από τη δύσκολη κατάσταση και να σε δουν να λάμπεις, χωρίς πάντα να αντιλαμβάνονται πως άθελά τους πιέζουν. Όλοι το έχουμε προκαλέσει, όλοι έχουμε βρεθεί σε αυτή τη θέση, δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να ντρεπόμαστε.

                Κι αφού έγραψα τα παραπάνω χωρίς ανάσα, μπορούμε να συνεχίσουμε σε κάτι πιο εύθυμο. Μετά από καιρό, κάθισα με καθαρό μυαλό και έγραψα κάτι μικρό και ασήμαντο. Μια μικρή εικόνα που δημιουργήθηκε μέσα μου σαν θαμπή ανάμνηση η οποία με ικέτευε να την βγάλω προς τα έξω και με τον δικό της τρόπο να λάμψει, ίσως όχι τόσο όσο τα φωτάκια στα δέντρα, αλλά σίγουρα θα ζεστάνει λίγο τις καρδιές. Έχω πολλές προσδοκίες από ένα μικρό κειμενάκι; Ίσως, αλλά αυτές οι προσδοκίες είναι που μας κρατάνε ζωντανά τα όνειρα και μας δίνουν τη δύναμη να προχωρήσουμε. Είναι ελπίδες κρυμμένες πίσω από θραύσματα σκέψεων και εάν που παλιότερα δεν θα είχαμε τη δύναμη τα εξερευνήσουμε. Τι θα γινόταν εάν είχαμε το θάρρος; Τι θα γινόταν εάν λέγαμε εκείνες τις σκέψεις που δένονταν κόμποι σκληροί στο λαιμό μας; Εάν, εν τέλει, σταματούσαμε για μια μόνο στιγμή και παρατηρούσαμε τον κόσμο γύρω μας, ακούγαμε τις στιγμές και τον χρόνο που μας προσπερνούσε και ανταποκρινόμασταν στο κάλεσμα των πιο αθώων και παιδιάστικων ορμίσεών μας.

                Φυσικά δεν είναι γεμάτο με χρυσόσκονη και γιρλάντες και ανείπωτη ευθυμία. Είναι απλά μια στιγμή, μια στιγμή που μπορεί να αλλάξει πλήρως ένα άτομο.

                Θα χαρώ πολύ να ακούσω τι έχετε να μου πείτε ή τι θα θέλατε να πείτε στους ίδιους τους εαυτούς σας και φυσικά να μάθω αν σας άγγιξε καθόλου.

 

Καλές γιορτές από μένα και μακάρι η νέα χρονιά να φέρει τόση δύναμη σε όλους μας ώστε να αντιμετωπίσουμε τις επερχόμενες προκλήσεις.

 

~Christy


Ο αναστεναγμός βγήκε κάπως βεβιασμένα από μέσα του. Κρατούσε και με τα δυο του χέρια τη ζεστή χάρτινη κούπα ενώ με μια βαθιά ανάσα απόλαυσε την γλυκιά μυρωδιά του ροφήματός του. Είχε σταματήσει καταμεσής της πλατείας. Κόσμος ολόκληρος τον προσπερνούσε, κάποιοι βιαστικοί να προλάβουν τα μαγαζιά ενώ άλλοι απλά απολάμβαναν το γιορτινό κλίμα με αγαπημένα τους πρόσωπα. Εκείνος; Εκείνος απλά περπατούσε αόριστα έπειτα από μια υπερβολικά κουραστική μέρα στη δουλειά. Χάζευε τα αμέτρητα χρωματιστά λαμπάκια, τις φωτεινές γιρλάντες στα δέντρα και τους εορταστικούς στολισμούς των καταστημάτων τα οποία με την καλλιτεχνική τους πινελιά σκορπούσαν το Χριστουγεννιάτικο πνεύμα σε κάθε γωνιά.
                Το γλυκόπικρο τραγούδι για ήχο κλήσης άρχισε να παίζει στο αυτί του και με μια γρήγορη κίνηση απέρριψε την κλήση. Ήταν από εκείνες τις στιγμές που ήθελε να περνά αποκλειστικά με τον εαυτό του. Όχι αναγκαστικά χαμένος στις σκέψεις του και στα πέντε – έξι προβλήματα που του βάραιναν. Ήταν φορές που απλά αποζητούσε την δική του παρέα και κανενός άλλου. Έτσι, με μια μεγάλη γουλιά από το ρόφημα και ανεβάζοντας την ένταση της μουσικής, προχώρησε στο λιθόστρωτο δρομάκι της Χριστουγεννιάτικης αγοράς.
                Στο μυαλό του άρχισε να απαριθμεί τα πράγματα που έπρεπε να αγοράσει οπωσδήποτε όπως: δώρα για τα μικρά του αδέρφια, για τη μητέρα και τον πατέρα του όπως και για τη γιαγιά του. Χρειαζόταν μερικά κεριά για το σπίτι και μια γιρλάντα που θα έμπαινε πάνω από το τζάκι και ένα καινούριο παλτό. Αυτό που φορούσε άρχισε να εμφανίζει τα σημάδια του χρόνου και η εσωτερική του επένδυση – αν και όσο ζεστή όσο το πάπλωμα του κρεβατιού του – σκιζόταν  κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Δεν ήθελε να το αποχωριστεί μα ήταν πλέον καιρός. Στο κάτω – κάτω δεν υπήρχε περίπτωση ο Άι – Βασίλης να του το φέρει το βράδυ της Πρωτοχρονιάς. Με σύντομους και πρόχειρους υπολογισμούς το δώρο των Χριστουγέννων που έλαβε από τη δουλειά του θα εξαφανιζόταν. Τουλάχιστον ανήμερα των γιορτών θα δειπνούσε με τους γονείς του.
                 Κοντοστάθηκε μπροστά από μια βιτρίνα με παιχνίδια. Το συγκεκριμένο μαγαζάκι υπήρχε εκεί από τότε που ο συγχωρεμένος παππούς του είχε ακόμα δυνάμεις και τον σήκωνε στους ώμους του. Όποτε περνούσαν από τούτο τον δρόμο, έκαναν στάση εκεί και του αγόραζε κάποιο μικρό μπιχλιμπιδάκι. Ασυναίσθητα έβαλε το χέρι του στη τσέπη του παλτού του και κράτησε σφιχτά τα κλειδιά του. Απομακρύνθηκε, συνεχίζοντας τον δρόμο του. Ναι, τις γιορτές θα τις περνούσε στο πατρικό του. Θα έπαιζε λίγο με τα αδέρφια του, θα συζητούσε με τους γονείς του περί πολιτικών και εργασίας και μετά ξανά την Πρωτοχρονιά. Έπειτα θα κλεινόταν στο διαμέρισμά του μέχρι το τέλος της άδειας του. Δεν είχε σχεδιάσει τίποτα εντυπωσιακό για τις γιορτές, μονάχα χαλάρωση και λίγη οικογενειακή γκρίνια για να δώσει μια πιο…πικάντικη νότα.
                Έβγαλε τα ακουστικά του. Μια ομάδα μουσικών είχαν σταθεί και έπαιζαν χριστουγεννιάτικα τραγούδια με νότες τζαζ. Ήταν σαν ένα μικρό ταξίδι πίσω στο χρόνο. Χαμογέλασε λίγο και τους πλησίασε. Είχαν όλη του τη προσοχή και πόσο πολύ το διασκέδαζε. Δειλά – δειλά άρχισε να κουνά απαλά το κεφάλι του στο ρυθμό της μουσικής και να παρασέρνεται σε κάποιο μακρινό, λευκό τοπίο. Το βλέμμα του από τη νεαρή κοπέλα που τραγουδούσε τόσο αγγελικά, έπεσε στον άνδρα που με επιδέξιο τρόπο έπαιζε το σαξόφωνο. Πάγωσε καθώς η ματιά του τον κάρφωσε και του πρόσφερε ένα εγκάρδιο χαμόγελο. Ευθύς γύρισε το κεφάλι του στο πλάι με ένα ακατανόητο κάψιμό να απλώνεται στο πρόσωπό του. Ξερόβηξε και έψαξε μετά μανίας  τις τσέπες του. Είχε χώσει κάποια ρέστα εκεί μέσα. Δεν ήτα δα πολλά, ίσως πέντε ευρώ όλα κι όλα σε ψιλά. Θα τους τα πρόσφερε με περισσότερη ευχαρίστηση από το να τα ξοδέψει σε κάποιο μπέργκερ. Κι έτσι έκανε. Τα άφησε στην ανοιχτή θήκη του σαξοφώνου που υπηρετούσε αυτόν ακριβώς τον σκοπό και με ένα ντροπαλό χαμόγελο που τους χάρισε συνέχισε τον δρόμο του.

                «Περίμενε!» γύρισε το κεφάλι του και προς έκπληξή του παρατήρησε τον άνδρα να τρέχει με το σαξόφωνο αγκαλιά.
                «Ε, υπάρχει κάποιο πρόβλημα;» ρώτησε κοιτάζοντας τριγύρω τους περαστικούς. Μερικοί έριχναν αδιάκριτες ματιές και άλλοι ήταν απασχολημένοι με τις δικές τους δουλειές.
                «Όχι, όχι» τον διαβεβαίωσε κουνώντας και τα δυο του χέρια. Έστρωσε το όργανο καλύτερα στον ώμο του από όπου και κρεμόταν. «Για την ακρίβεια ήσουν από τους λίγους και εκλεκτούς που παρακολούθησαν το μικρό μας σόου και που πρόσφεραν κάτι για αυτό. Ήθελα απλά να σε ευχαριστήσω».
                Εκείνη η αμηχανία επανήλθε όπως και το ευχάριστο κάψιμο στα μάγουλά του. Έχωσε το πρόσωπό του πιο μέσα στο κασκόλ του για να μην γίνει αντιληπτό το κοκκίνισμα και τον κοίταξε «Δεν- δεν κάνει τίποτα» αναστέναξα, αναθεματίζοντας σιωπηλά τον εαυτό του και την αμηχανία του «Μακάρι να μπορούσα να προσφέρω παραπάνω από μερικά ψιλά» παραδέχτηκε, γελώντας χαμηλόφωνα.
                «Μην το ξαναπείς αυτό. Ακόμα και αυτά τα λεπτά που θυσίασες για να μας ακούσει σημαίνει πολλά. Τα λεφτά, ούτως ή άλλως δεν προορίζονται για εμάς».
                «Αλήθεια;»
                «Ναι. Θέλουμε να μαζέψουμε όσα περισσότερα μπορούμε και να τα προσφέρουμε ως δωρεά για τις γιορτές σε ένα ίδρυμα για παιδιά. Ξέρω, ακούγεται σαν την τέλεια δικαιολογία αλλά είμαστε αληθινοί!» εξηγούσε με έναν ενθουσιασμό που τον είχε σχεδόν μαγνητίσει. Απλά τον παρακολουθούσε να μιλάει και να νευριάζει με όλους εκείνους τους διπρόσωπους που μάζευαν χρήματα για τους ίδιους με το πρόσχημα του εθελοντισμού και της προσφοράς. Χασκογέλασε και στο τέλος το ίδιο έκανε και ο σαξοφωνίστας. «Συγνώμη, τείνω να μακρηγορώ».
                «Μιχάλη!» μια γυναικεία φωνή ακούστηκε από πίσω τους. Γύρισαν ταυτόχρονα το κεφάλι τους και πρόσεξαν τη κοπέλα του γκρουπ τους να κάνει νεύματα προς το μέρος τους και να τον φωνάζει.
                 «Όπως και να έχει. Έκανες μια πολύ καλή πράξη σήμερα. Σε ευχαριστούμε» γύρισε προς τους φίλους τους «Έρχομαι!»  φώναξε και τον χαιρέτησε «Α, επίσης ανήμερα των Χριστουγέννων, αν δεν έχει κάτι καλύτερο, θα μας βρεις στο μπαράκι εκείνο» του έδειξε μια μικρή γωνιά «από τις δέκα το βράδυ και μετά» του έκλεισε το μάτι και έφυγε τρέχοντας κρατώντας το μουσικό όργανο.
                Ποια ήταν τα σχέδια του για τις γιορτές; Χαλάρωση και οικογενειακή γκρίνια, σωστά; Έ κάπου ενδιάμεσα θα μπορούσε σίγουρα να σπαταλήσει ένα βράδυ και να επισκεφθεί κάποιο μπαράκι, με live μουσική και έναν αρκετά όμορφο σαξοφωνίστα. Σαν παχιά, ζεστή κουβέρτα, μια ακατανόητη θέρμη αγκάλιασε τη καρδιά του και σήκωσε το κεφάλι του. Τα φωτάκια  στα μάτια του φάνηκαν πιο όμορφα και λαμπερά, ενώ η μουσική δεν ενοχλούσε πλέον τα αυτιά του. Έβαλε τα χέρια γρήγορα στις τσέπες του και συνέχισε τον δρόμο του, χαμογελώντας και περιμένοντας λίγο πιο έντονα τα Χριστούγεννα να καταφθάσουν.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις