Almost Blue

 


Έκλεισε πίσω του την πόρτα με ένα απαλό κρότο. Την κλείδωσε από τρείς φορές και στάθηκε κοιτώντας τον χώρο που απλωνόταν μπροστά του με όση απάθεια όση τον κατείχε ήδη από το ξεκίνημα της ημέρας. Ξεκούμπωσε το παλτό του και το άφησε να κρεμαστεί άτσαλα στον καλόγερο δίπλα του. Σειρά είχαν τα μανικετόκουμπα, τα οποία και έλυσε με μεγάλη ευχαρίστηση. Δίπλωσε τα μανίκια ως το ύψος των αγκώνων του και χαλάρωσε τον σφιχτό κόμπο της γραβάτας του. Με ένα άγγιγμα του δείχτη του, άνοιξε τον διακόπτη και το σαλόνι λούστηκε σε θερμό άχαρο φως. Σίγουρα είχε έρθει η στιγμή να τηλεφωνήσει στη Κέλλυ να περάσει και να καθαρίσει το διαμέρισμά του. Δεν υπήρχε κάποια δυσάρεστη δυσοσμία, ούτε βρώμα στα πατώματα και στους τοίχους. Ακαταστασία μόνο από πεταμένα ρούχα και εφημερίδες. Πάντα υποσχόταν στον εαυτό του πως θα μάζευε όταν θα επέστρεφε από την δουλειά και πάντα επέλεγε να περάσει το βράδυ με ένα καλό ποτήρι ουίσκι στο ένα χέρι και ένα απολαυστικό τσιγάρο στο άλλο.

     Ναι, το επόμενο πρωινό σίγουρα θα καλούσε τη κοπέλα να έρθει και να του καθαρίσει. Δεν θα του κόστιζε δα τόσο πολύ. Ένα δολάριο την ώρα της έδινε και ίσως κάτι παραπάνω για τον κόπο στον οποίο την έβαζε. Ήξερε τον πατέρα της λόγω της δουλειάς, κολλητός φίλος του δικού τους αφεντικού και μεγάλο καθίκι όταν ζούσε. Όχι πως άλλαξε κάτι όταν πέθανε. Φρόντισε να αφήσει την γλυκιά κόρη του πέρα από αμόρφωτη, πνιγμένη μέσα στα χρέη. Οι γυναίκες, έλεγε, αν μορφώνονταν θα αποτελούσαν ύψιστη απειλή για τους άνδρες και τη κοινωνία, και το πίστευε ακράδαντα. Στο γραφείο του δεν προσλάμβανε ποτέ θηλυκό. Είχε άνδρα γραμματέα και δεν δεχόταν ποτέ να συνεργαστεί με γυναίκα. Όταν απεβίωσε, από καρδιακό επεισόδιο σε κάποιο δείπνο με την πεθερά του, λίγοι θρήνησαν πραγματικά και αρκετοί φρόντισαν να γιορτάσουν ανοίγοντας ένα από τα καλύτερα μπουκάλια κρασί που διέθεταν. Ο ίδιος απλά ευχήθηκε στην οικογένειά του και συνέχισε να δουλεύει. Δεν έβλεπε τον λόγο να σταματήσει την εργασία του για τον θάνατο κάποιου που ούτε συμπαθούσε μα ούτε του είχε προσφέρει επιχειρηματικά τίποτα. 

     Έφτασε στη κουζίνα. η Κέλλυ έπρεπε να περάσει ένα χεράκι στα πλακάκια. Δεν μαγείρευε συχνά, σχεδόν ποτέ, αλλά η σκόνη είχε βρει καταφύγιο ενδιάμεσα σε πλακάκι και τοίχο. Ξεκούμπωσε το ρολόι του και το άφησε πάνω στο τραπέζι. Για βραδινό θα πρόσφερε στον εαυτό του ένα τηγανιτό αυγό, λίγο ψωμί της προηγούμενης μέρας και δυο φέτες από σκληρό κίτρινο τυρί. Πιάτο δεν είχε ανάγκη να χρησιμοποιήσει και σε καμία περίπτωση δεν ήθελε να υποβάλλει τη νεαρή κοπέλα να του καθαρίσει τον νεροχύτη. Θα έτρωγε κατευθείαν από το σκεύος. Οι τύποι και οι τρόποι δεν είχαν καμία δουλειά έξω από το γραφείο του και μέσα στο σπίτι του. Όσο ζούσε μόνος μέσα στο μικρό διαμέρισμα πάνω στην οδό Χαμφορθ, μπορούσε να ζει σαν ελεύθερος άνθρωπος.

     Το μυαλό του ταξίδεψε ξανά στον Μάικ Σίλλεΐ και την καημένη του κόρη.  Η γυναίκα του τον είχε παρατήσει για κάποιον νεότερο, με λιγότερη φαλάκρα και περισσότερα αισθήματα, δεν ενδιαφέρθηκε, όμως, να πάρει μαζί της την μονάκριβή τους. Την άφησε στην κακή της τύχη. Ήταν όμορφο κορίτσι, με μαύρα μακριά μαλλιά, καστανά μάτια και σκόρπιες φακίδες σε μύτη και μάγουλα. Ίσως τελικά να της έδινε διπλάσια λεφτά όταν θα ερχόταν, και κάποια στιγμή να κατάφερνε να ξεφύγει από την μοίρα της βρίσκονταν έναν τίμιο άνδρα να την παντρευτεί και την αγαπήσει. 

     Το ασπράδι του αυγού του είχε ξεροψηθεί για τα καλά, με μια καφετιά κρούστα να έχει σχηματιστεί στις άκρες. Έσβησε τη φωτιά, τράβηξε το τηγάνι μακριά και το έσυρε στον μαρμαρένιο πάγκο. Αφού ετοίμασε πρόχειρα το τραπέζι με τα απαραίτητα, έφερε στο έπιπλο το σκεύος και κάθισε να φάει με όση όρεξη του είχε απομείνει. Στο τέλος, απλά κατάφερε να χορτάσει τον εαυτό του με μόλις τρεις μπουκιές. Τα βράδια δεν τον ενέπνεαν να φάει. Τη νύχτα άξιζε να την ποτίσει κανείς με αλκοόλ και απολαυστική τζαζ στο πικ απ. Σηκώθηκε σκουπίζοντας το στόμα του στην λευκή πετσέτα και περπάτησε ως το σαλόνι. Ένα κοντό ποτήρι και ένα μισό άδειο μπουκάλι αφέθηκαν στο ξύλινο έπιπλο. Το κεχριμπαρένιο υγρό γιόμισε το κρυστάλλινο δοχείο και παίρνοντας το στα χέρια του κοντοστάθηκε δίπλα στο παράθυρο. Ατένισε την ήσυχη νύχτα, αφουγκράστηκε τους σχεδόν ανύπαρκτους ήχους της λεωφόρου και κατάφερε να ταξιδέψει σε εκείνες τις στοές του μυαλού του που ως νηφάλιος δεν τολμούσε να πλησιάσει ποτέ. Αναρωτήθηκε πόσα πράματα θα μπορούσε να είχε χειριστεί διαφορετικά και πόσες καταστάσεις θα μπορούσε να είχε αποφύγει αν έλεγε όχι αντί για ναι, και αν συμφωνούσε εκεί που άλλοι διαφωνούσαν διαρκώς. Οραματίστηκε μια αντίθετη περσόνα του εαυτού του που απλά τον παρακολουθούσε και γελούσε στις γελοιότητες των σκέψεων του. Και αφού ξεγύμνωσε τον εαυτό του πετώντας μακριά την υποκρισία της ημέρας, φόρεσε στο πρόσωπό του την μελαγχολία που γεννούσε τούτη η νύχτα. Κάθισε στη πολυθρόνα του και ήπιε τις τελευταίες γουλιές από το ποτό του. Ποτέ δεν το γέμιζε δεύτερη φορά. Απολάμβανε την κάθε σταγόνα και όταν έφτανε στο τέλος, τελείωνε και η ηδονή που του πρόσφερε˙ αυτή η γλυκόπικρη ζαλάδα και μόνο τότε μπορούσε πραγματικά να καληνυχτίσει τον κόσμο.  


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις