Η Κατάρα του Σένγκαο: Μέρος 12ο



Η λόγχη μου συγκρούστηκε με τo σάπιο κορμί του πλάσματος, σκάβοντας τη σκοτεινή του σάρκα και χαράζοντάς την βαθιά. Εκείνο έσκουξε δυνατά και σωριάστηκε στο χώμα, με σκούρο παχύρευστό υγρό να ρέει άφθονο από την πληγή του. Απομακρύνθηκα προσεκτικά. Ο Πάι Λα είχε κάνει το λάθος να επιτρέψει στο αίμα τους να ποτίσει τις ρόμπες τους. Το υγρό ‘έφαγε’ το ύφασμα και έκαιγε με τη σειρά του το δέρμα του αδερφού, προκαλώντας τρομαχτικά εγκαύματα. Η ματιά μου έτρεξε σε εκείνον και τον μεγάλο αδερφό. Ο πρώτος συνέχιζε τη μάχη αγνοώντας τις άσχημες πληγές του – το χάρισμα της νιότης – ενώ ο Ντάε προσπαθούσε να αποκρούσει τους δικούς του εχθρούς. Πήρα φόρα και έτρεξα προς το μέρος τους, πατώντας πάνω στα χαμηλότερα κλαδιά και αυξάνοντας την ταχύτητά μου. Ρίχτηκα στο πλάι και εκτίναξα το Κρυστάλλινο Άνθος στο στήθος του δαίμονα που κατευθυνόταν με ταχύτητα πάνω στον Πάι Λα. Η κραυγή που προκλήθηκε αντήχησε σε όλο το δάσος, προκαλώντας σε όλους μας και σε καθετί ζωντανό – αν υπήρχε – φριχτό πόνο στο κεφάλι. Σε αντίθεση με τους δαίμονες που σέρνονταν και έκαιγαν οτιδήποτε ποτιζόταν από το αίμα τους, εκείνος τυλίχτηκε με τα αηδιαστικά του φτερά και χάθηκε μέσα σε ένα σκοτεινό σύννεφο που διαλύθηκε στον αέρα. Η λόγχη επέστρεψε στο χέρι μου, κι εγώ βημάτισα ακόμα μια φορά πάνω στο χώμα.
            Μας είχαν επιτεθεί ύπουλα. Η αύρα του περιβάλλοντος είχε δηλητηριαστεί και αποκρουστικοί ήχοι σκαρφάλωναν στα αυτιά μας. Γέλια, σφυρίγματα, ακόμα και αγκομαχητά είχαν τρελάνει το μυαλό μας. Πριν προλάβουμε να αντιδράσουμε σωστά, τέρατα βγαλμένα από τους χειρότερούς μας εφιάλτες σκορπίστηκαν παντού. Ήταν οι κάτοικοι των βουνοπλαγιών, οι δαίμονες Ζου Νιάν  
  κακά και άσχημα πλάσματα, με ανθρώπινη μορφή αλλά κάποια δίχως πόδια που σέρνονταν και σπαρταρούσαν στο χώμα, ικανά για απίστευτα άλματα, και άλλα με φτερά δαιμόνων και μαϊμουδίσιες ουρές, που γίνονταν ένα με τον άνεμο και το ανθρώπινο μάτι αδυνατούσε να τα εντοπίσει. Γύρευαν και γυρεύουν ανθρώπινη σάρκα για να ικανοποιήσουν την ακόρεστη πείνα τους. Ήταν στοιχειά των θρύλων και των βιβλίων. Κανείς δεν είχε καταφέρει να συναντήσει κάποιον δαίμονα και να επιστρέψει ζωντανός. Οι αναφορές στην ύπαρξή τους ήταν αβάσιμες εικασίες. Αλλά εμείς βρισκόμασταν αντιμέτωποι με τα πραγματικά Ζου Νιάν και ήταν αρκετά χειρότερα από τις γραφές.
            Έτρεξα στο πλευρό του τραυματισμένου αδερφού. «Κάτσε στην άκρη, θα σε καλύψω εγώ» στάθηκα μπροστά του, κραδαίνοντας με σιγουριά το όπλο μου. Δεν έφερε κάποια αντίρρηση. Η αδρεναλίνη άρχισε να φθείρεται και οι πληγές του τον αποδυνάμωναν. Με μια γρήγορη ματιά διέκρινα το καμένο δέρμα, γεμάτο φουσκάλες και υγρά που έτρεχαν από μέσα του. Το στομάχι μου ανακατεύτηκε. Η μυρωδιά που αναδυόταν ήταν αποκρουστική. Ήταν θαύμα πως δεν είχε χάσει ακόμα τις αισθήσεις του από τον πόνο.
            «Είναι πολλοί» άκουσα τον Ντάε να σχολιάζει καθώς κάρφωνε το ξίφος του – τον Γαλάζιο Κρίνο – στο κεφάλι του τέρατος και τραβώντας το προς τα κάτω, κόβοντας το στα δύο. Τίναξε την λεπίδα στο πλάι. Οι λιγοστές σταγόνες του καυστικού ρίχτηκαν στα ξερόχορτα, καίγοντάς τα μονομιάς
            «Δεν θα σταματήσουν να έρχονται, όσους και να σκοτώσουμε. Σαν να τους γεννά τούτη η γη. Ξεπετάγονται μπάσταρδα νεογνά, διψασμένα για το αίμα των ζωντανών και τις ψυχές τους». Ο Ντονγκ Τσα βρέθηκα πίσω από τον μεγάλο αδερφό, καλύπτοντας τον. Είχε κουραστεί και ήταν αναμενόμενο. Μπορούσαμε να συνεχίσουμε για λίγες ώρες μονάχα αλλά μετά θα καταλήγαμε θύματά τους.
             Ένα στοιχειό πετάχτηκε μπροστά μου, παρατήρησα τα κόκκινα δαιμονισμένα του μάτια και το πρασινωπό του δέρμα, φθαρμένο με μια τρύπα στο στέρνο και σαπισμένη σάρκα να κρέμεται. Η ψυχή που το εγκατέλειψε. Ένα βήμα χρειάστηκε να κάνω προς τα πίσω και στριφογυρνώντας τον κορμό μου, το απέκρουσα με την άκρη της λόγχης, γδέρνοντας τη τρύπα στο μέτωπό του. Το πνεύμα που ξέφυγε. Το τέρας πέταξε μακριά γρυλίζοντας. Ετοιμάστηκα για ακόμα ένα χτύπημα, πεπεισμένος πως θα του χάριζα τη τελειωτική βολή, εκείνη που θα διέλυε το διαβολεμένο του κορμί στέλνοντας το πίσω στα έγκατα των Διαστάσεων της νύχτας. Παρασυρμένος από την υπερβολική σιγουριά, κατάφερα να αποσπαστώ. Η φωνή του Πάι Λα μου τράβηξε τη προσοχή, φέρνοντας το βλέμμα μου πάνω του. Μια βίαιη δύναμη με πέταξε πάνω στον κορμό ενός δένδρου. Το κεφάλι μου και το στήθος μου συγκρούστηκαν με τον σκληρό καμένο φλοιό θολώνοντας την όρασή μου. Σηκώθηκα με δυσκολία, πιέζοντας σφιχτά το σημείο που είχε γδαρθεί και αιμορραγούσε. Το κάθε πόδι μου υπάκουε σε άλλες εντολές, όχι δικές μου. Δυο φορές σωριάστηκα στο έδαφος και τη τελευταία μου φάνηκε πως ο δρόμος έγερνε σε αφύσικη γωνία ενώ άλλαζε τόσο μορφή αλλά και μέγεθος. Πλάταινε, ικανός να χωρέσει ολόκληρες στρατιές, και αμέσως στένευε σαν κλωστή. Χάιδεψα το παγωμένο χώμα σε μια προσπάθεια να επικαλεστώ τη πιστή μου λόγχη αλλά ήμουν υπερβολικά εξουθενωμένος. Μου πήρε αρκετή ώρα να μπορέσω να επαναφέρω την συγκέντρωσή μου και να ανταπεξέλθω σε βασικές λειτουργίες της ανθρώπινής μου φύσης, όπως το να σηκωθώ. Στηρίχτηκα σε ένα από τα άγρια δένδρα και έτριψα το πρόσωπό μου. Τα αυτιά μου βούιζαν από το χτύπημα. Ευθύς έπιασα το στέρνο μου. Κάθε ανάσα με τραβούσε προς τα πίσω και μου χάριζε φριχτούς πόνους. Είχα αρχίσει να αμφιβάλλω πως θα έφτανα μαζί με τους υπόλοιπους στο τέλος αυτού του μυστηρίου…αμφέβαλλα πως κανείς από εμάς θα ανακάλυπτε την αλήθεια.
            Έγειρα με τη πλάτη μου στον κορμό, να ξαποστάσω. Ό,τι μου απέμενε να κάνω ήταν να παρακολουθήσω το γκροτέσκο σκηνικό. Το Ζου Νιάν που είχε καταφέρει να με διαλύσει με ένα μόνο του χτύπημα, βρισκόταν πάνω από τον αβοήθητο Πάι Λα, τραγανίζοντας την ξεροψημένη του σάρκα και ρουφώντας το βραστό του αίμα. Το κεφάλι του αδερφού είχε γύρει και εύκολα μπορούσα να διακρίνω τη ματιά του που είχαν πέσει πάνω μου. Τα χείλη του τρεμόπαιζαν, αν του είχε απομείνει έστω μια ανάσα ζωής ακόμα, οι κραυγές και τα ουρλιαχτά του θα έφταναν ως και τις κορυφές του Βορρά. Το κορμί του είχε παραδοθεί σε σπασμούς που τον ταρακουνούσαν απότομα και κοφτά. Κάποια καταραμένη στιγμή το κεφάλι του ρίχτηκε προς τα πίσω βήχοντας και φτύνοντας αίμα, ώσπου το βλέμμα του αιχμαλώτισε το δικό μου ακόμα μια φορά. Γεύτηκα τα δάκρυά μου όσο παρακολουθούσα τα κάποτε μελιά του μάτια να τρεμοπαίζουν και τα χείλη του – σαν να γεύτηκε τον αέρα  για τελευταία φορά– κάτι να ψελλίζουν. Σαν να ήξερε το τέλος του, σαν να γνώριζε πως εκείνη τη στιγμή θα χανόταν, χαμήλωσε τα βλέφαρά του. Το κορμί του σκίστηκε στα δύο. Το στέρνο, με το κεφάλι και τους ώμους, έπεσε κάτω, τρομάζοντας το ίδιο το στοιχειό από τον γδούπο. Κάποια αδέρφια κραύγασαν μανιασμένα και τρομοκρατημένα. Εγώ, είχα μουδιάσει και δεν μπορούσα να κλάψω ή να τρέξω. Καμία σκέψη δεν πέρασε από το μυαλό μου. Κοιτούσα μονάχα το διαλυμένο πτώμα και πως μαζεύτηκαν σαν όρνεα από πάνω του οι δαίμονες. Θα έτρωγαν τον πιο αθώο. Θα λιάνιζαν και θα χόρταιναν με τη σάρκα του πιο ικανού, ενώ στο τέλος θα απορροφούσαν τη αγνότερη ψυχή που βάδισε μαζί μας. Δεν απομάκρυνα το βλέμμα μου. Κάποια ανώτερη και καταραμένη δύναμη με κρατούσε από τους ώμους, αναγκάζοντάς με να παρακολουθήσω κάθε λεπτό του φρικιαστικού αυτού συμποσίου.
            Το σφύριγμα του αέρα με ξύπνησε. Από τον σπαραγμό του Πάι Λα, τα μάτια μου έπεσαν στο βέλος που κατευθυνόταν προς τα ανίερα αυτά πλάσματα. Ακολουθώντας τη διαδρομή του, παρατήρησα τον Λου που βρισκόταν στην κορυφή ενός δέντρου, με πάτημα πιο ελαφρύ και από πούπουλο. Τα βλήματα έπεφταν με λύσσα πάνω τους, κάποια τα κάρφωναν με απόλυτη ακρίβεια, εξουδετερώνοντάς τα, ενώ άλλα απλά τα τραυμάτιζαν. Είχε επικεντρωθεί στους στόχους του και η βαλλίστρα του – ο Σιωπηλός Εκτελεστής – υπάκουε κάθε εντολή και επιθυμία του. Ο Γιαν Φει από την ασφάλεια του εδάφους, φρόντιζε να εξολοθρεύει με τα δικά του βέλη όσα πλησίαζαν τον πρώτο, αφήνοντάς τον ελεύθερο να καθαρίσει το άψυχο σώμα του Πάι Λα. Ο Ντάε μαζί με τον Ντονγκ Τσα είχαν ορμήσει πάνω τους, ακόμα και η Σουί Λιάν είχε καταφέρει να αντικρούσει μερικά από δαύτα. Βρήκα λίγη από τη δύναμη μου. Όλοι τους μάχονταν με γνώμονα την οργή. Το ίδιο έπρεπε να πράξω και εγώ. Άρχισα να τρέχω προς τον Πάι Λα, δίχως κάποιο όπλο να μπορέσει να με προστατέψει. Τα στοιχειά είχαν αντιληφθεί την ανασυγκρότηση μας και απομακρύνθηκαν από το διαλυμένο κορμί. Σύντομα, ο μεγάλος αδερφός, η Σουί Λιάν, ο Λου, ο Γιαν Φεν, ο Ντονγκ Τσα και εγώ κυκλώσαμε τον νεκρό αδερφό. Ναι, δεν θα αντέχαμε πολύ και ο τόπος που έχασε τη ζωή του να γινόταν και ο δικός μας τάφος, αλλά ήταν δικό μας χρέος να προστατέψουμε το σώμα του.
             «Θα προσπαθήσουμε να τους αποσυντονίσουμε όσο περισσότερο γίνεται. Την κατάλληλη στιγμή» ο Ντάε μας κοίταξε όλους έναν – έναν και σαν να ένιωσα τη ματιά του πιο βαριά πάνω μου, «θα τρέξουμε μακριά».
            «Και ο Πάι Λα;» δεν συγκρατήθηκα και ρώτησα, παρόλο που η απάντησή του ήταν η αναμενόμενη και η πιο συνετή.
            «Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, Γου Σι. Η θυσία του, θα είναι για εμάς η επιβίωσή μας» πως μπορούσε να το πιστεύει αυτό; Οι υπόλοιποι φάνηκαν να συμφωνούν προς έκπληξή μου.
            «Λου, έχεις ακόμα τα βλήματα που σου είχε δώσει ο Δάσκαλος;» ρώτησε ο Γιαν Φει.
            «Ναι».
            «Τέλεια. Εγώ και ο Λου θα τους καθυστερήσουμε. Εσείς τρέξτε όσο πιο γρήγορα μπορείτε» γύρισε να κοιτάξει τον σιωπηλό Ντονγκ Τσα «Θα χρειαστούμε την ταχύτητα της λεπίδας σου σε περίπτωση που κάτι πάει στραβά».
            Εκείνος απάντησε θετικά με ένα νεύμα και το βλέμμα του ρίχτηκε πάνω μας «Θα ακολουθήσουμε, μην ανησυχείτε. Αν βρισκόμαστε μαζεμένοι εδώ μονάχα τον θάνατό μας θα προκαλέσουμε, είτε από δαύτα ή από την εξάντληση».
            Ο Γιαν Φει έκανε νόημα στον Λου, ο οποίος ευθύς άλλαξε τα βλήματα της βαλλίστρας του. Χωρίς να σπαταλήσει παραπάνω χρόνο, στόχευσε τα δαιμόνια που ανασυντάσσονταν. Με τη σειρά του, ο Γιαν Φει τοποθέτησε ένα βέλος στο τόξο του και το εκτίναξε προς το μέρος των δαιμόνων. Εκείνα, πέφτοντας στην παγίδα του, γρύλισαν και σαν σωστό σμήνος πέταξαν κατά πάνω μας. «Τώρα αδερφέ» η φωνή του έτρεμε μα ο Λου δεν αποκρίθηκε. Πήρε ανάσες βαθιές και περίμενε. Περίμενε τη κατάλληλη στιγμή και όταν αυτή έφθασε εκτίναξε το μικρό γυάλινο βέλος μπροστά τους. Το κρύσταλλο διαλύθηκε και από μέσα του αναδύθηκε μαύρος, πυκνός καπνός.
            «Υπέροχη βολή!» φώναξε και αμέσως η Σουί Λιάν με τον Ντάε απομακρύνθηκαν.
            «Γου Σι! Φύγε! Ερχόμαστε από πίσω σας!» μα ο Πάι Λα…τί θα του έκαναν; Δεν θα αναπαυόταν ποτέ η ψυχή του. Θα πότιζε αυτό τον καταραμένο μέρος με το πνεύμα του και εκείνος θα παρέμενε εγκλωβισμένος σε αυτή την φυλακή που ο ήλιος δεν τολμούσε να αγγίξει. Έτρεμα και τα πόδια μου πάγωσαν πάλι.
            «Γου Σι!» ο Ντονγκ Τσα με έσπρωξε στο πλάι και έσκισε στα δύο τον δαίμονα που χοροπήδησε πάνω μου. Στάθηκε μπροστά μου και με ταρακούνησε από τους ώμους. «Σύνελθε αδελφέ! Πρέπει να φύγεις, τώρα!» Ο Λου είχε ήδη απομακρυνθεί με τον Εκτελεστή στα χέρια του ακόμα και ο Γιαν Φει τον ακολουθούσε με λίγα μέτρα απόσταση. Ο αδελφός με ελευθέρωσε και άρχισε να τρέχει. Η δική μου απόφαση να παραμείνω με τον Πάι Λα δεν έπρεπε να τον επηρεάζει. Έκλεισα τα μάτια μου αναμένοντας τον μαρτυρικό θάνατο.
            Κάποιος με άρπαξε από τη μέση. Με σήκωσε και με ακούμπησε στον ώμο του. Ο παγωμένος αέρας με έγδερνε όλο και περισσότερο καθώς αυξανόταν η ταχύτητα. Απομακρυνόμασταν και ο καπνός του βλήματος είχε ήδη διαλυθεί. Τα τέρατα είχαν ορμήσει στο μισοφαγωμένο σώμα και μια αχνή αιθέρια μορφή από πάνω του με χαιρετούσε.
            Έπειτα, ήρθε το σκοτάδι.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις