Η Κατάρα του Σένγκαο: Μέρος 11ο

Ο αδερφός Τάι φαινόταν ήδη καλύτερα την επομένη και έπειτα από μια κούπα ζεστού μαύρου τσαγιού ξεκινήσαμε με μεγαλύτερη ενέργεια και περισσότερες προσδοκίες από το προηγούμενο βράδυ. Ένα σφίξιμο στη καρδιά όμως με συγκρατούσε από το να ενθουσιαστώ και να προετοιμαστώ για την επικείμενή μας νίκη. Ήμουν παραπάνω προσεκτικός και ίσως θα έλεγα καχύποπτος. Όσο λοιπόν βάδιζα πλάι στον αδελφό Τάι, παρακολουθούσα σιωπηλά την Σουί Λιάν. Δεν μοιράστηκα με κανέναν τα όνειρά μου ούτε την αναθεματισμένη αποκάλυψη που είχα. Πως έπρεπε να το διαχειριστώ, στο κάτω – κάτω; Η Σουί Λιάν παρουσιάστηκε σε εμάς ως η καλή και ταπεινή ανιψιά του φαρμακοποιού της πόλης. Ήταν εκείνη που θα μας έδειχνε το μονοπάτι προς τα σπήλαια του όρους όπου και κατοικούσε το πλάσμα εκείνο. Μα ήταν κι εκείνη με την οποία είχα αναμετρηθεί το πρώτο μας βράδυ στη Γκανκτσού. Η γροθιά μου σφίχτηκε .
            «Ηρέμησε» κοίταξα τον Τάι ο οποίος χασκογελούσε έστω και κάπως αδύναμα.
            «Δεν σε καταλαβαίνω» απάντησα, με μια βαθιά ανάσα.
            «Όλοι ξέρουμε πως νιώθεις για την κοπέλα αυτή. Φάνηκε από την γνωριμία σας. Είναι στο κάτω – κάτω όμορφη, νέα και δυναμική».
            «Βρίσκεις;»
            «Κανείς δεν τόλμησε να αγγίξει αυτά τα μέρη. Οι άνδρες κρύφτηκαν από φθηνές δικαιολογίες και οι μοναχοί πίσω από τους ναούς τους. Κοίτα την όμως, παρόλο που σε αυτά τα εδάφη έχασε τους γονείς της, βρήκε την ψυχική δύναμη να τα αντιμετωπίσει» μιλούσε με τον ίδιο θαυμασμό που διακατείχε κι εμένα. Ήταν αλήθεια. Παρά τους φόβους μου και τις σκέψεις μου, η Σουί Λιάν ρίχτηκε οικειοθελώς σε έναν κόσμο που κανονικά δεν θα έπρεπε να γνωρίσει και να αγγίξει ποτέ.
            «Πράγματι» απαντήσεις μονολεκτικές, δίχως κάποιο βάθος και νόημα. Όσο και να με πλήγωνε, προσπερνούσα αυτή την ανούσια μας κουβέντα καθώς η προσοχή μου βρισκόταν εστιασμένη σε εκείνη, αλλά για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που πίστευε ο αδελφός.
            «Έλα τώρα, Τάι» άκουσα την φωνή του Πάι Λα. «Κανείς μας δεν είναι συνηθισμένος σε τόσο δυναμικές γυναίκες» γυρίσαμε και τον κοιτάξαμε ενώ κατάφερα να διακρίνω τον Τάι να χαμογελάει αμυδρά στα λόγια του νεαρού.
            «Αυτό είναι αλήθεια» απάντησε, τρίβοντας το πιγούνι του και νεύοντας καταφατικά. «Ακόμα στη Σχολή μας, η παρουσία των κοριτσιών είναι σπάνια» συμπλήρωσε.
            Πράγματι. Οι γονείς προτιμούσαν να στέλνουν τους γιούς στον πόλεμο παρά τις κόρες. Εκείνες ήταν πολύτιμες σαν θησαυρός και δεν τους άρμοζε ο θάνατος και η καταχνιά. Οι γυναίκες πάντα έμεναν πίσω και πάντα σήκωναν το αφόρητο βάρος της απώλειας στην πλάτη τους χωρίς κανένα χέρι βοηθείας. Αναλογίστηκα τότε τη πρόοδο που είχε κάνει η οικογένεια μου, πηγαίνοντας ενάντια σε αυτή τη παράδοση. Η γυναίκα κατείχε τη σημαντικότερη θέση και οι άνδρες ήταν περισσότερο αναλώσιμοι.
            «Τι θα λέγατε να προτείναμε στον αδερφό Ντάε να την πάρουμε μαζί μας στην επιστροφή; Μια τόσο γλυκιά ένταξη στη Σχολή σίγουρα θα άλλαζε το μουντό περιβάλλον!» γέλασε τρανταχτά, μα η φάπα που προσγειώθηκε στον σβέρκο του έκοψε το γέλιο του. Το βλέμμα του από ονειροπόλο και γεμάτο ικανοποίηση ξαφνικά μαράζωσε γεμάτο από παράπονο και απορία.
            «Πάψε πια! Η κοπέλα αυτή βρίσκεται υπό τη προστασία μας και χρέος μας είναι να τη γυρίσουμε πίσω στον θείο της σώα. Λίγο σεβασμό στα λόγια σου και στις πράξεις σου, αδελφέ. Δεν με εμποδίζει τίποτα στα να αδειάσω τον σάκο σου στο κεφάλι » Χαμογέλασα ακούγοντας την σπάνια αυτή επιβλητική στάση του Τάι. Ναι, ήμουν πια σίγουρος πως είχε συνέλθει πλήρως από την αδιαθεσία του. Γέλασα και μαζί γέλασε και εκείνος.
            «Εγώ απλά εννοούσα ότι φαίνεται ικανή και θα μπορούσε να εκπαιδευτεί από τους δασκάλους μας» ο Πάι Λα είχε μαζευτεί σαν κουτάβι ενώ κουνούσε τα χέρια του επίμονα, σαν να ήθελε να μας πείσει με το αθώο του ψέμα.
            «Δεν είμαι ανόητος, Πάι Λα. Ούτε εγώ ούτε ο Γου Σι. Προχώρα τώρα μαζί μας ώστε να σε έχω από κοντά» ο καημένος αδελφός έκανε ακριβώς αυτό που του είπε.
            «Ξέρεις, Γου Σι, αυτός εδώ θα γινόταν με μεγάλη ευκολία ο επόμενος αδελφός Ντάε» δεν του έδωσα κάποια απάντηση όμως, καθώς είχα πάρει την απόφασή μου όσο παρορμητική και να μου φαινόταν. Άφησα πίσω τα δύο αδέρφια και έτρεξα προς το μέρος της. Δεν θα ησύχαζα αν δεν της μιλούσα. Τη στιγμή που έφτασα δίπλα της την άρπαξα από το χέρι και βαδίζαμε πια μαζί.
            Η ατμόσφαιρα ήταν πιο αποπνικτική από κάθε άλλη φορά. Έζεχνε θάνατο και καταραμένες υπάρξεις, ενώ η ομίχλή καθιστούσε ακόμα πιο ανατριχιαστικό σκηνικό. Εϊχα προσέξει πως τόσο τα αδέρφια μου όσο κι εγώ ο ίδιος όποτε το βήμα μας διέλυε κάποιο ξερό κλαδί, μας κοβόταν η ανάσα και δεν τολμούσαμε να ρίξουμε το βλέμμα μας κάτω. Η ιδέα και μόνο πως τα απομεινάρια κάποιων αθώων θυμάτων είχαν θρυμματιστεί από την απροσεξία μας, μας στοίχειωνε κάθε λεπτό. Αλλά αυτά τα αρνητικά συναισθήματα, αυτό τον φόβο και την επαγρύπνηση, η παρουσία της τα χειροτέρευε για εμένα.
            «Τι συμβαίνει;» με κοίταξε με την αθώα ματιά της. Σχεδόν λύγισα και άρχισαν να περιστρέφονται ερωτήματα στο μυαλό μου – σχεδόν αμφέβαλλα με τον εαυτό μου.
            «Δεν θα ήθελα να γίνει θέμα. Φέρσου σαν να έχουμε μία φυσιολογική συζήτηση».
            «Μα αυτό δεν κάνουμε;» ρώτησε και απελευθέρωσα τον καρπό της.
            «Εσύ ήσουν, έτσι δεν είναι; Εκείνο το βράδυ στη πόλη. Φορούσες μια μάσκα και μου επιτέθηκες.» την κοιτούσα όση ώρα περίμενα την απάντησή της. Δεν ήθελα να καταλάβουν τίποτα τα αδέρφια μου. Αυτή η αλήθεια θα προκαλούσε μεγάλη σύγχυση και πανικό. Έπρεπε πρώτα να το διαβεβαιώσω και να μάθω τις προθέσεις της. Αν χρειαζόταν κι αν απομακρυνόμασταν λίγο ακόμα θα της έδειχνα και το αντικείμενο που είχα καταφέρει να της αρπάξω.
            «Πως θα μπορούσα να προβώ σε τέτοια ειδεχθή πράξη, Γου Σι;» τα βλέμματα μας συναντήθηκαν. Εκείνη η αμφιβολία με μαχαίρωσε πισώπλατα «Είχες ανήσυχο ύπνο το βράδυ. Σε τυραννούσαν δαίμονες των ονείρων. Προσπάθησα με τις αλοιφές του θείου μου να σε καθησυχάσω, αλλά η ταραχή σου ήταν μεγάλη» με ακούμπησε απαλά στο μπράτσο και ρίγη διαπέρασαν το σώμα μου σαν μικρές, κοφτές αστραπές. «Ίσως να είναι ακόμα θολωμένη η κρίση σου» οι εφιάλτες, σωστά. Είχα μάθει, όμως, να εμπιστεύομαι κάθε όνειρο που με επισκεπτόταν και για κάποιο λόγο ήμουν τόσο σίγουρος που απλά ήξερα πως προσπαθούσε να με ξεγελάσει. Δεν είχα το σθένος και τον τσαμπουκά του Σιάο Τζιά ούτε την αυστηρότητα του Ντάε μέσα μου. Ακόμα, οι αδερφές μου πάντα γνώριζαν πόσο μαλθακός ήμουν και με πείραζαν σε κάθε μου βήμα από μικρό παιδί. Ήξερα όμως πως να πλησιάσω κάποιον με ήρεμο τρόπο, και αυτό είχα σκοπό με την Σουί Λιάν. Θα την άκουγα, ίσως να την καταλάβαινα…αλλά έπρεπε να μάθω την αλήθεια.
            «Δεν χρειάζεται να κρύβεσαι, όχι από εμένα τουλάχιστον. Μπορείς να μου μιλήσεις και να μου πεις την αλήθεια -»
            «Σταθείτε!» η ανήσυχη φωνή του Λου με διέκοψε. «Οι δίδυμοι! Δεν είναι πουθενά!» κοιταχτήκαμε όλοι μεταξύ μας και μετά τα βλέμματα όλων βάρυναν τον σιωπηλό μεγάλο αδελφό.
            «Μαζί δεν είχαμε ξεκινήσει; Λου, Πάι Λα, Γου Σι» τα πόδια μου είχαν κοπεί. Κοίταξα γύρω, αυτό τον άθλιο λαβύρινθο από νεκρά δέντρα τα οποία φάνταζαν πιο πυκνά και απειλητικά από ποτέ. Η καρδιά μου σφίχτηκε και μαύρες σκέψεις άρχισαν να γεννιούνται ακατάπαυστα.
            «Θα πάω να τους ψάξω» το σθένος του Τάι ήραν αξιοθαύμαστο και ο Ντάε του το αναγνώρισε.
            «Είσαι σίγουρος πως έχεις τις δυνάμεις;»
            «Μάλιστα, Μεγάλε Αδελφέ. Συνεχίστε εσείς. Δεν υπάρχει λόγος να καθυστερούμε. Όταν τους βρω θα φροντίσω να σας ακολουθήσω. Έχει αποκατασταθεί μεγάλο μέρος της Ενέργειάς  μου. Δεν θα δυσκολευτώ» είχα αντιρρήσεις. Είχα πολλές αντιρρήσεις.
            «Άσε με να έρθω τότε μαζί σου».
            «Καλύτερα ένας, Γου Σι και καλύτερα να πάω εγώ. Τους το χρωστάω. Όταν εγώ παρέμενα κολλημένος στο μίσος μου για όσα είπαν πάνω στη ταραχή και το νεαρό της ηλικίας τους για τον καημένο Πο, εκείνοι φρόντισαν να με βοηθήσουν παρά τις διαφωνίες μας. Είναι χρέος μου να τους φέρω από όπου έχουν χαθεί».
            «Καταλαβαίνω» αλλά δεν συμφωνούσα.
            «Συνεχίστε. Δεν πρέπει να καθυστερούμε άλλο. Αυτό το κακό πρέπει να εξοντωθεί!» τα λόγια του με γέμισαν με σιγουριά αν και οι ενδοιασμοί μου να τον αφήσουμε μόνο του δεν εξαλείφθηκαν ποτέ.
            
Σύντομα ο Τάι είχε χαθεί και ο μεγάλος αδερφός έδωσε εντολή να συνεχίσουμε. Παρόλα αυτά ό,τι κακό κατοικούσε σε τούτα τα μέρη είχε διαφορετικά σχέδια από τα δικά μας. Η ματιά μου έτρεξε σε κάθε γωνιά, καθώς εκείνο το αναθεματισμένο συναίσθημα δεν έλεγε να με εγκαταλείψει. Παρέμεινα στάσιμος.

            «Γου Σι, ο Τάι θα είναι καλά. Έλα τώρα προτού χαθείς κι εσύ» ο Λου με πλησίασε μα δεν μπορούσα να ξεκολλήσω το βλέμμα μου από το σκηνικό που εξελισσόταν. «Γου Σι!» φώναζε το όνομά μου, αλλά δεν αποκρίθηκα. Έτεινα, μάλιστα, το χέρι μου και σε αυτό εμφανίστηκε το Κρυστάλλινο Άνθος, γύρω από το οποίο τυλίχτηκαν τα δάχτυλά μου. Ο Λου βημάτισε προς τα πίσω. Μια αύρα απόκοσμη μας είχε κυκλώσει και για το δικό μας καλό δεν ήμουν ο μόνος που το είχε προσέξει. Ο Ντάε κράδαινε το ξίφος του, ενώ τα υπόλοιπα αδέρφια είχαν σχηματίσει κύκλο γύρω από την απροστάτευτη – όπως πίστευαν – Σουί Λιάν. Όσο για μένα…εγώ προσευχόμουν τα τρία αδέρφια που έλειπαν να ήταν ασφαλή και όποιο κακό μα απειλούσε να εστίαζε μονάχα σε εμάς.


 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις