Η κατάρα του Σένγκαο: Μέρος 8ο

Δεν θα μέναμε το βράδυ εκεί. Ο αδερφός Ντάε επέμενε να ξεκινήσουμε απευθείας μετά το σύντομο γεύμα μας. Φυσικά, θα έδινε τον απαραίτητο χρόνο στον Χενγκ Τζουν να προετοιμάσει τα πολύτιμά του φάρμακα. Εμείς θα τον περιμέναμε μαζεμένοι στον κήπο του σπιτιού του.
            «Η γενναιοδωρία του είναι αξιοθαύμαστη!» ο Γιαν Φει σχολίασε καθώς μύριζε κάποιο από τα μπουμπούκια του ανθισμένου γιασεμιού. «Αρχικά μας προσφέρει τα γιατροσόφια του και μετά την ίδια του την ανιψιά» δεν μπορούσα να διακρίνω κάποιο τόνο ειρωνείας. Ο Γιαν Φει πάντοτε ισορροπούσε μεταξύ σαρκαστικού και σοβαρού τόνου, έτσι λίγοι μπορούσαν να διακρίνουν απευθείας την πραγματική ερμηνεία των λόγων του. Δεν ήμουν ένας από αυτούς και συχνά έπεφτα στις γελοίες παγίδες του με τα αμέτρητα λογοπαίγνια.
            «Το πένθος αλλάζει τον άνθρωπο» ο Ντάε απάντησε, «έκλαψε την αδερφή του και τον σύζυγό της μαζί με δεκάδες συγχωριανούς του. Θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να δώσει ένα τέλος σε αυτή τη παράνοια. Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως πρέπει να θυσιάσει την ίδια του την ανιψιά».
            «Μα, έτσι μπορεί να χάσει και το τελευταίο άτομο της οικογένειας του, καλύτερο δεν θα ήταν να την πάρει από εδώ και να φύγουν;» ρώτησε στερεώνοντας το μπουμπούκι εκείνο στο πέτο της ρόμπας του με καμάρι.
            «Και να εγκαταλείψει το σπίτι του; Τον κόπο τόσων χρόνων;» κούνησε το κεφάλι του «Εφόσον του δίνεται η ελπίδα, θα την εκμεταλλευτεί όσο γίνεται».
            «Εγώ πάλι, αν είχα τέτοια ανιψιά δεν θα την έστελνα στο στόμα του λύκου! Θα έβρισκα ένα τίμιο παλικάρι να τη προσέχει και να τη κρατήσει μακριά από το θάνατο και τις κατάρες κι ας άφηνα τη τελευταία μου πνοή μέσα σε τέσσερις τοίχους» αναφώνησε κάπως αγανακτισμένος και οι περισσότεροι συμφώνησαν ευθύς.
            «Είναι λίγο ανατριχιαστικό όμως» ο Σιάο Τζια πετάχτηκε. Καθόταν σε ένα από τα σκαλάκια της εισόδου και μασουλούσε ένα ζουμερό ροδάκινο. «Να μένει μόνος του, στην απομόνωση» κατάπιε, αναστενάζοντας από σκέτη ευχαρίστηση. Ύστερα, σκούπισε το στόμα του με το πίσω μέρος της παλάμης του. «Και τόσο κοντά στο καταραμένο βουνό, που ακόμα και το μοναστήρι δεν τολμάει να πλησιάσει. Θέλω να πω, πως ο γέρος σίγουρα τα έχει χάσει» χτύπησε απαλά τον κρόταφό του με τον δείκτη του και ανασήκωσε τους ώμους του.
            «Ή δεν έχει τίποτα πλέον να χάσει» συμπλήρωσε ο Τάι «Όταν σου έχει στερηθεί η ίδια σου οικογένεια, ο φόβος μετατρέπεται σε δύναμη και αυτή η δύναμη σε κρατάει».
            Ο Ντάε δεν πήρε μέρος σε αυτή τη συζήτηση.
            Αλλά, μπορούσα να καταλάβω κάπως τη λογική που κουβαλούσαν τα λόγια του μεγάλου αδερφού και του Τάι. Είχα ζήσει το πένθος όταν χάθηκε ο πατέρας μου σε μία από τις μάχες στον Βορρά. Η επιστολή από τον Αυτοκρατορικό στρατό ήρθε μαζί με την ορφανή του λεπίδα, ποτισμένη με το αίμα των εχθρών. Έξι μήνες κράτησε το πένθος, όσο ακριβώς ήθελε η ψυχή να ταξιδέψει από τη δική μας Διάσταση σε εκείνη των μεγάλων δικαστών. Επί έξι μήνες, οι κάτοικοι της Περιφέρειας επισκέπτονταν την έπαυλη για να τιμήσουν τον νεκρό και να προσευχηθούν για το πνεύμα τους. Η μητέρα μου καθ’ όλη τη διάρκεια στεκόταν σωστός βράχος και δεχόταν κάθε δώρο και προσφορά, ενώ πάντα τους ευχαριστούσε δίχως δάκρυ να πέφτει από τα μάτια της. Για εκείνη, ο θάνατος του σήμαινε δύναμη και πείσμα. Πλέον τα βάρη της διοίκησης του Οίκου και της τιμής της οικογένειας Ντονγκ Χα έπεφταν πάνω στη πλάτη της. Η παραμικρή αδυναμία θα την τσάκιζε. Για τις αδερφές μου, ο χαμός του πατέρα ήταν πραγματικό χτύπημα στη καρδιά. Οι κόρες του ήταν ο πολυτιμότερος θησαυρός του. Πάντα τις κανάκευε και τις κακομάθαινε, με μέτρο μεν αλλά σαν σωστός στοργικός πατέρας. Εμένα ο θάνατος του αποτέλεσε έναυσμα να προσπαθήσω ακόμα παραπάνω και να γίνω καλύτερος για να είναι περήφανος πάνω στα ουράνια παλάτια. Η επιρροή του πένθους και της θλίψης είναι ισχυρή και σίγουρα απρόβλεπτη. Για τον φαρμακοποιό το πένθος τον ώθησε στο να προσφέρει την ανιψιά του ως οδηγό μας ακόμα κι ας ήταν το μοναδικό μέλος της οικογένειάς του που του είχε απομείνει.
            Ο Λου με σκούντησε με τον αγκώνα του. Είχα χαθεί για μερικά λεπτά στο άβατο των σκέψεων μου. Τον κοίταξα και μου έκανε νόημα προς τον Χενγκ Τζουν που μόλις είχε βγει μαζί με την Σουί Λιάν, η οποία δεν θύμιζε σε τίποτα την νεαρή κοπέλα που γνωρίσαμε πριν. Το όμορφο φόρεμά της αντικαταστάθηκε από σκούρα ερυθρή φορεσιά που κάλυπτε όλο της το κορμί και έδενε με δερμάτινη ζώνη γύρω από τη μέση. Τα μαλλιά της, μακριά και καστανά, αστραφτερά σαν μετάξι, τα είχε σφιχτά δεμένα σε ψηλό κότσο, κρατώντας μακριά ανεπιθύμητες τούφες που ίσως να την ενοχλούσαν στον δρόμο.
             Αισθάνθηκα έναν κόμπο να δένεται στον λαιμό μου και να με αφήνει ανίκανο να πάρω την οποιαδήποτε ανάσα. Ήξερα πως τα αδέρφια μου θα με πείραζαν για ώρες ίσως και μέρες ολόκληρες. Είχαν καταλάβει πόσο με είχε μαγνητίσει η ομορφιά της ͘  ότι μια στιγμή χρειάστηκε για να μαγευτώ από τη μορφή της.
            «Είναι τιμή μου που θα σας ακολουθήσω, Γου Σι» η ταπεινότητα στα λόγια της, προκάλεσε ένα ακόμα χαμόγελο. Χαμήλωσα το κεφάλι μου.
            «Η τιμή όλη δική μας, Σουί Λιάν. Θα φροντίσω να μην πάθεις τίποτα κατά τη διάρκειά του ταξιδιού» οι ματιές μας συναντήθηκαν και μα τους θεούς η ανάσα μου κόπηκε βίαια. Τα μάτια της λαμπύριζαν κάτω από το αχνό φως του ήλιου που έδυε και ίσως ωραιότερη δύση να μην υπήρξε ποτέ.
            «Αυτό που θέλει να πει ο αδερφός Γου Σι, είναι πως όλοι θα βάλουμε τα δυνατά μας για να σε προστατέψουμε!» ο Σιάο Γουέι μπήκε στη μέση και άρχισε να γελάει, τυλίγοντας το χέρι του γύρω από τους ώμους μου και χτυπώντας φιλικά το μπράτσο μου.
            Η Σουι Λιάν απομακρύνθηκε όταν ο θείος της μας πλησίασε με ύφος σκεπτικό. «Αν κάποιος θα κινδύνευε σε τούτο το ταξίδι αυτός θα ήταν εσύ νεαρέ μου καθώς και τα υπόλοιπα αδέρφια σου. Να τιμάτε τους θεούς που έχω τη δύναμη να αποχωριστώ τη μονάκριβή μου, και πιστέψτε με δεν θα το έκανα αν δεν το θεωρούσα απολύτως απαραίτητο» αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι του, με τη ξύλινα πίπα να τρεμοπαίζει ενδιάμεσα των λεπτών χειλών του «Η Σουί Λιάν γνωρίζει πολύ καλά τα μονοπάτια και την εμπιστεύομαι» γύρισε τη προσοχή του σε εκείνη και της έδωσε ένα μικρό σακίδιο «Εδώ μέσα θα βρείτε ό,τι χρειαστείτε αν πέσετε πάνω σε θανάσιμο εχθρό. Γνωρίζεις πολύ καλά πως να χρησιμοποιήσεις το κάθε τι» εκείνη έγνεψε και τέλος μας πλησίασε και ο μεγάλος αδερφός με ένα μικρό χαμόγελο.
            «Είναι ώρα να πηγαίνουμε».
            «Φυσικά» ο Χενγκ Τζουν αγκάλιασε την ανιψιά του σφιχτά και έπειτα της χάρισε ένα φιλί στο μέτωπο «Να προσέχεις κορίτσι μου. Να προσέχεις σε κάθε βήμα, σε παρακαλώ. Αχ, κοίτα να μην βρεις τους γονείς σου εκεί απάνω. Άσε εμένα να τους ανταμώσω. Εσύ να αναπνέεις και να ζεις, παιδί μου» μια τελευταία αγκαλιά, πιο σφιχτή ίσως από πριν. Μας κοίταξε έπειτα όλους. «Το έργο σας είναι πράγματι αξιοσέβαστο. Θα σώσετε χιλιάδες ψυχές, χαμένες μα και όσες ακόμα βρίσκονται ανάμεσά μας. Η τύχη του κόσμου μαζί σας παιδιά μου» μας χαιρέτησε και έφυγε σιγά σιγά για το σπίτι του.
 
            Ο καιρός είχε αλλάξει. Άνεμος φυσούσε και παρεσερνε τα κλαδιά των δένδρων, με τα φύλλα να ξεχύνονται γύρω μας. Το κρύο διαπέρασε τις ζεστές μας ρόμπες και τα κορμιά μας αναρυγισαν στην αίσθηση του. Σαν κακός οιωνός, ο ουρανός άρχισε σιγά σιγά να φοράει τα μαύρα του πέπλα και να πνίγει σε σκοτάδι τις βορειότερες περιοχές. Εκείνη τη στιγμή ακριβώς, καταλάβαμε πως δεν υπήρχε λόγος να καθυστερήσουμε μια μέρα παραπάνω το ταξίδι. Είτε χανομασταν μες στη νύχτα στο δάσος είτε το πρωί ο τρόμος θα παρέμενε ίδιος  και τα πνεύματα θα συνέχιζαν να καραδοκουν σε κάθε γωνιά.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις