Η κατάρα του Σένγκαο: Μέρος 7ο

Η ιστορία που μας διηγήθηκε ο Χενγκ Τζουν ήταν παρόμοια με εκείνη που όλοι γνωρίζαμε από τις εξιστορήσεις των παππούδων μας. Ο κατεργάρης θεός Μπάο Λαν, πείραζε και κυνηγούσε τις κόρες στις όχθες του ποταμού, ψάχνοντας για κάποια νύφη που θα του δινόταν ολοκληρωτικά. Όταν η Σου Ανί πλησίασε τα νερά για να θαυμάσει το τοπίο και να καθαρίσει το κορμί της από τον ιδρώτα και τη σκόνη, εκείνος την πλησίασε και την ερωτεύθηκε παράφορα. Ο Μπάο Λαν δεν παρουσιάστηκε ποτέ ως θεότητα, αλλά ως ένας περιπλανώμενος νεαρός άρχοντας που θαύμαζε τα νερά του ποταμού και το τοπίο. Πίστευε πως η κοπέλα θα τρόμαζε αν έπαιρνε τη πραγματική αιθέρια μορφή του και θα την έχανε για πάντα. Η κόρη του εμπόρου, όσο καιρό παρέμεινε στη περιοχή εκείνη, συναντούσε συχνά τον θεό και αντάλλαζαν ιστορίες για τη ζωή τους. Μάλιστα, ήταν πολλές οι φορές που οι νύχτες έτρεχαν σαν νερό και το πρώιμο φως του ήλιου τους υπενθύμιζε πως είχε φτάσει η ώρα να αποσυρθούν. Πάντα έδιναν υπόσχεση να βρεθούν ξανά το επόμενο βράδυ. Η βασική διαφορά με τον μύθο που γνωρίζαμε ήταν ότι η Σού Ανί δεν εξαπάτησε ποτέ τον Μπάο Λαν. Στο πρόσωπό του έβλεπε έναν φίλο καλό με τον οποίο μπορούσε να μοιραστεί όλα εκείνα που κρατούσε βαθιά μέσα της φυλαγμένα. Η ανατροφή της και ο ζεστός χαρακτήρας της δεν της επέτρεπαν να του φερθεί άτιμα. Μα, αυτή η οικειότητα που αισθανόταν μαζί του προκάλεσε και την οργή του. Ένα από τα μυστικά που μοιράστηκε με τον νεαρό άρχοντα ήταν και ο έρωτας που είχε φουντώσει μέσα της για ένα παλικάρι της πρωτεύουσας. Σε μία από τις συναντήσεις τους, λοιπόν, αφού κάθισε πλάι του στο δροσερό χορτάρι και του πρόσφερε ζεστό γλυκό ψωμί ξεκίνησε να του μιλάει για τον Τζουν Φενκ. Είχαν γνωριστεί στην Αυτοκρατορική πόλη όσο ταξίδευε με τον πατέρα της. Εκείνος ήταν γιος κάποιου παραγωγού που συνεργαζόταν η οικογένειά της. Όταν επισκέφθηκαν το σπιτικό τους, τα παιδιά γνωρίστηκαν και αμέσως ενθουσιάστηκαν με τις κοινές τους απόψεις γύρω από την οικονομία της Ηπείρου, την πολιτική κατάσταση με τον Βορρά αλλά και την τέχνη της καλλιγραφίας. Όσο οι γονείς μιλούσαν για δουλειές, οι δυο τους είχαν αποσυρθεί στον κήπο και είχαν χαθεί στην αγάπη τους. Φυσικά, οι μέρες πέρασαν και η Σου Ανί έπρεπε να φύγει να συνεχίσει το ταξίδι με τον πατέρα της. Για αποχαιρετιστήριο δώρο, ο Τζουν Φενκ της πρόσφερε μια περγαμηνή στην οποία είχε φιλοτεχνήσει με υπέροχες πινελιές τα ονόματά τους, ένα μοναδικό δώρο μεταξύ εραστών αλλά και η επισφράγιση της υπόσχεσής τους να μην ξεχάσουν ποτέ τις μέρες εκείνες. Ο καιρός περνούσε και τα δύο παιδιά επικοινωνούσαν συχνά μέσω επιστολών, ενώ είχε ήδη κανονιστεί από τους γονείς όταν ο Τζουν Φενκ θα τελείωνε την εκπαίδευσή του, θα ζητούσε το χέρι της. Ο γάμος τους πέρα από ευτυχία στο νεαρό ζευγάρι θα πρόσφερε και καταξίωση τόσο οικονομική και ταξική στις δύο οικογένειες.
            Η κατάληξη, παρόλα αυτά, ήταν γνωστή σε όλους και δυστυχώς δεν άλλαξε. Έπειτα από την μέρα εκείνη, ο Μπάο Λαν δεν εμφανίστηκε ποτέ στην Σου Ανί. Την άφησε να περιμένει στα σκοτάδια του δάσους και μέσα στο κρύο όσο εκείνος σχεδίαζε τις κινήσεις τους. Η φύση του, από τη στιγμή που τον γέννησαν οι θεοί, ήταν εκδικητική και εάν δεν μπορούσε να έχει όσα ποθούσε τότε τα έπαιρνε με το ζόρι. Η Σου Ανί δεν αποτέλεσε, δυστυχώς, εξαίρεση. Για γαμήλιο ταξίδι είχε ζητήσει από τον αγαπημένο της σύζυγο να ταξιδέψουν στα νερά του ποταμού, με την ελπίδα πως ο καλός της φίλος θα εμφανιζόταν και θα τον έβλεπε έπειτα από τόσο καιρό. Ο Τζουν Φενκ δεν της χάλασε το χατίρι, και διέταξε το ταξίδι να πραγματοποιηθεί όπως εκείνη επιθυμούσε. Μα, σαν άρχισε να βραδιάζει,  τα νερά φούσκωσαν και αγριεμένος άνεμος σάστισε τη πλάση, ανακατεύοντας το ποτάμι και παρασέρνοντας ό,τι βρισκόταν σε αυτό. Δεν χρειάστηκε να χρόνος πολύς και η βάρκα του ζευγαριού  αναποδογύρισε. Κανένας δεν μπορούσε να προλάβει το κακό. Ο Τζουν Φενκ χάθηκε στα δαιμονισμένα νερά, και η Σου Ανί πιάστηκε στα χέρια του θεού όπως ακριβώς είχε σχεδιάσει ο τελευταίος. Το ποτάμια στοιχειώθηκε από τους θανάτους και το άδικο, με αποτέλεσμα όσοι το διέσχιζαν να αισθάνονταν μια δυσφορία αλλά και να επισκέπτονται από τα άμοιρα πνεύματα των θυμάτων. Έτσι δικαιολογήθηκε και η απώλεια δύναμής μας, καθώς όσοι διακρίνονται από ισχυρή Εσωτερική Ενέργεια μπορούσαν να διαισθανθούν εντονότερα το βαρύ κλίμα και τον θάνατο από έναν κοινό θνητό. Επίσης, εξηγούσε την παρορμητική κίνηση του Πο. Ο αδερφός είχε ριχτεί στα νερά σχεδόν αποτρελαμένος. Δεν κατάφερε να διαχειριστεί όπως έπρεπε τόσο την αποπνικτική ατμόσφαιρα και προτίμησε να δώσει ένα τέλος.
            Όταν η διήγηση έφτασε σε ένα τέλος, ο Χενγκ Τζουν φώναξε την ανιψιά του να μας φιλέψει βραστό χοιρινό και ρύζι με ρίζες φασολιού. Θα τρώγαμε και θα αποκτούσαμε αρκετή σωματική ενέργεια για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας. Παράλληλα με το γεύμα μας, εκείνος θα προετοίμαζε διάφορα γιατροσόφια να μας προσφέρει.
            «Αν δεν σας κάνει κόπο θα ήθελα να μιλήσουμε λίγο» ο αδερφός Ντάε πλησίασε τον φαρμακοποιό ο οποίος και του έκανε νεύμα να τον ακολουθήσει. «Χαλαρώστε και απολαύστε το γεύμα. Μας περιμένει δύσκολος δρόμος» παρακολούθησα τη ματιά του να πέφτει στην κοπέλα που μόλις είχε εισέλθει κρατώντας τον δίσκο με τις νοστιμιές. Όλοι αφεθήκαμε στη μυρωδιά του σπιτικού φαγητού που είχε κατακλίσει τον χώρο και ο Ντάε απλά χάθηκε μαζί με τον Χενγκ Τζουν. Προσπάθησα να τους εντοπίσω με μία ακατανόητη επιθυμία να ανακαλύψω το θέμα της συζήτησής τους καθώς και τον λόγο της μυστικότητάς αυτής. Κατάφερα να συγκρατηθώ, αν και είχα μια μικρή βοήθεια. Ένα απαλό άγγιγμα στον ώμο μου κατάφερε να νικήσει την περιέργεια μου. Γύρισα και κοίταξα την κοπέλα η οποία μου πρόσφερε μια κούπα ζεστού καπνιστού τσαγιού. Το χαμόγελο της ήταν εκθαμβωτικό και τα καστανά της μάτια έλαμπαν ταπεινά.
            «Ευχαριστώ πολύ» το δέχτηκα αμέσως. Πήρα μια βαθιά ανάσα, με το δυνατό του άρωμα να με ανακουφίζει και όταν το γεύτηκα το κορμί μου όλο χαλάρωσε. Η έντονή του γεύση γαργάλισε τον ουρανίσκο μου κάπως παιχνιδιάρικα. Δεν είχα γευτεί ποτέ κάτι το τόσο μοναδικό.
            «Η περιοχή αυτή φημίζεται για αυτό το ρόφημα και το βουνό για τα θρεπτικά βότανα του» την παρακολουθούσα με όλη μου τη προσοχή καθώς μιλούσε. Πήρα μια δεύτερη γουλιά και ταυτόχρονα έριξα μια γρήγορη ματιά στα υπόλοιπα αδέρφια που φαίνονταν αρκετά απορροφημένα από το φαγητό.
            «Είναι πραγματικά μεγάλη τιμή που το μοιράζεστε μαζί μας» υποκλίθηκα βαθιά και εκείνη έσπευσε να με σταματήσει.
            «Δεν υπάρχει κανένας λόγος για τέτοιου είδους επισημότητες. Η τιμή είναι δική μας να φροντίζουμε εσάς. Βρίσκεστε εδώ για σκοπό ιερό, μεγάλε αδερφέ».
            «Ονομάζομαι Γου Σι και είμαι ο τρίτος γιος του οίκου των Ντονγκ Χάι» συστήθηκα επίσημα.
            «Μα φυσικά, ο Οίκος σας είναι ευρέως γνωστός σε όλες τις Περιφέρειες για τους δυνατούς πολεμιστές και τις δυναμικές γυναίκες. Έχω ακούσει πως ακόμα και ο Αυτοκράτορας ο ίδιος τίμησε την οικογένεια σας πριν από μερικά χρόνια. Φυσικά, αφορμή ήταν ο ηρωικός θάνατος του πατέρα σας. Λυπάμαι πολύ» χαμήλωσε το κεφάλι της. Αισθάνθηκα τα μάγουλα μου να κοκκινίζουν ενώ ένα κύμα περηφάνιας με γέμισε.  Ήταν γεγονός πως ο ίδιος ο  Γιος των Ουρανών είχε τιμήσει τον πατέρα μου για την ανδρεία του και την προσφορά του στις εκστρατείες εναντίον του Βορρά, προσφέροντας μέγα κύρος στον Οίκο, παινεύοντάς τον για τις αξίες του. Η αναγνώριση αυτή ήταν άκρως σημαντική καθώς η οικογένειά μου δεν στόχευε μονάχα στην εκπαίδευση των ανδρών αλλά και των γυναικών, καθώς εκείνες ήταν που αναλάμβαναν την εξουσία. Για λίγο μόνο χάθηκα και αναπόλησα τα χρόνια εκείνα που το πατρικό έσφυζε από ζωή, με γέλια και δυνατές κραυγές όσο ο πατέρας εξιστορούσε τις εμπειρίες του και τις νίκες του στο πεδίο της μάχης. Οι αδερφές μου βρίσκονταν στα πόδια του και εγώ με το ξίφος του αγκαλιά κρεμόμουν από τα χείλη του. Η περηφάνια κατακλύστηκε από μελαγχολία.
            «Χαίρομαι που η όμορφη κόρη σκέφτεται τόσο ανοιχτά για την οικογένεια μου» ένα κοφτό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη μου.
            «Είμαι η Σουί Λιάν. Δεν ανήκω σε κανέναν μεγάλο οίκο, αλλά σίγουρα θαυμάζω την οικογένειά σας. Όσα προσφέρονται στις γυναίκες είναι αξιοζήλευτα και πολύ ελπίζω οι μεγάλες οικογένειες να παραδειγματιστούν από εσάς». Κάθισε σε ένα από τα αναπαυτικά μαξιλάρια και μου έκανε νεύμα να την ακολουθήσω.
            «Ζείτε εδώ μόνο ο θείος σου και εσύ;» ρώτησα, αγνοώντας τη πραγματική σημασία αυτής της απορίας.
            «Ο θείος μου έχει αναλάβει την ανατροφή μου καθώς και οι δυο μου γονείς κατέληξαν θύματα του Σένγκαο» παραδέχτηκε με θλίψη.
            «Ταξίδεψαν στο βουνό; Γιατί;»
            «Υπάρχει ένας ξεχασμένος ναός εκεί. Κάποτε, χρόνια πριν την κατάρα αυτή, αποτελούσε χώρο λατρείας και προσευχής για όλους τους κατοίκους. Οι προσφορές τους και οι προσευχές γαλήνευαν τα πλάσματα που κατοικούσαν τα οποία με τη σειρά τους πρόσφεραν ευημερία στις οικογένειες και στο χώμα. Πριν από κάθε σοδειά, πριν τον ερχομό του χειμώνα και κατά τη διάρκεια των αποπνικτικών καλοκαιριών ο τόπος γέμιζε από προσκυνητές. Τα μεταλλικά τύμπανα ηχούσαν σε όλη τη Περιφέρεια και ο κόσμος μπορούσε να κοιμηθεί ήσυχος, με τη σκέψη πως ακόμα μια δύσκολη και απαιτητική χρονιά θα ήταν ευλογημένη» πρόσεξε την άδεια μου κούπα και αμέσως τη γέμισε. «Οι γονείς μου πίστευαν πως για ό,τι συνέβαινε ευθυνόταν η αποστασιοποίηση των πιστών. Τα πλάσματα είχαν εξαγριωθεί μαζί μας, έλεγε η μητέρα μου, και είναι χρέος μας να παρουσιαστούμε ξανά ως πραγματικά πιστοί, έτσι μόνο θα σωθούμε.  Ο θείος μου δεν κατάφερε να μεταπείσει την μητέρα μου μα ούτε τον πατέρα. Είχαν πάρει την απόφασή τους. Έφυγαν, αλλά...» έριξε το βλέμμα της και αναστέναξε γεμάτη θλίψη. «Δεν επέστρεψαν ποτέ».
            «Για αυτό ταξιδέψαμε ως εδώ» απάντησα με λίγο πιο εύθυμο τόνο και την κοίταξα, χαμογελώντας «Για να προσφέρουμε ανάπαυση σε όσες ζωές χάθηκαν άδικα και να σώσουμε άλλες τόσες».
            Η αγκαλιά της με έπιασε απροετοίμαστο. Τα βλέμματα όλων με κάρφωσαν και η καρδιά μου σκίρτησε, δίχως να ξεχωρίσω αν ήταν από το απαλό άρωμά της ή από ντροπή. Τύλιξα τα χέρια μου γύρω της και την έσφιξα. Τα χείλη μου προσπάθησαν να προσφέρουν μερικές ακόμα λέξεις αλλά ο ανόητος εαυτός μου με σταμάτησε.
            «Σουί Λιάν» η φωνή του θείου της, την έφερε σε αμήχανη θέση. Σηκώθηκε, απομακρύνθηκε και έτρεξε στο πλευρό του, ρίχνοντας το κεφάλι. Με τη σειρά μου, πλησίασα τα αδέρφια μου τα οποία δεν είχαν αφήσει ούτε κόκκο ρυζιού για εμένα. Δεν πεινούσα, όμως. Είχα χορτάσει από τη συζήτησή μας και τις μικρές αυτές στιγμές που μοιραστήκαμε. Στο κάτω – κάτω ήταν γνωστό πως το μαύρο τσάι είχε την ικανότητα να σε γεμίζει σαν σωστό γεύμα.
            «Ο σεβάσμιο Χενγκ Τζουν θα ήθελε η ανιψιά του να μας ακολουθήσει σε τούτο το ταξίδι, οπότε παρακαλώ να φερθείτε ώριμα και με τον απαραίτητο σεβασμό στη νεαρή κοπέλα» Η Σουί Λιάν φάνηκε έκπληκτη από την απόφαση του θείου της μα δεν ήταν μόνη. Όλοι μας κοιταχτήκαμε και έπειτα κοιτάξαμε τον αδερφό Ντάε ο οποίος συνέχιζε να συζητά με τον οικοδεσπότη.
            «Τέλεια, ακόμα μια ζωή στη πλάτη μας» παραπονέθηκαν τα δίδυμα αδέρφια Σιάο, ενώ οι υπόλοιποι απλά μουρμούριζαν. Όλοι είχαν να σχολιάσουν κάτι, εκτός από τον Λου και τον Τάι οι οποίοι είχαν χαθεί στις σκέψεις τους. Εγώ πάλι χαμογελούσα, και ίσως λίγο παραπάνω από όσο πίστευα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις