The Fallout

 "The oldest and strongest emotion of mankind is fear, and the oldest and strongest kind of fear is fear of the unknown"

 H.P. Lovecraft


«Λένε πως εάν βγεις στην επιφάνεια ή θα καείς ζωντανός ή το θέαμα θα είναι τόσο αποκρουστικό που η καρδιά σου δεν θα αντέξει και θα εκραγεί» η φωνή του άντρα έτρεμε όπως και το κορμί του. Ο έξω κόσμος αποτελούσε θέμα ταμπού. Αρκετοί ήταν εκείνοι που ήθελαν να τον ανακαλύψουν. Κάποιοι το συζητούσαν μεταξύ τους ενώ άλλοι δημιουργούσαν δικές τους θεωρίες για το τι υπήρχε πλέον εκεί πάνω. Στο μπαρ του Γουίλι οι λιγοστοί πελάτες που περνούσαν τις ώρες τους μιλούσαν για τα πάντα χωρίς φόβο, ξεχνώντας τα κατευθείαν όταν γυρνούσαν στα καταλύματα τους.

«Λένε;» Μια βαριά φωνή έσπασε τη σιωπή που είχε ακολουθήσει. «Ποιοι λένε; Εκείνοι που κάηκαν ζωντανοί ή εκείνοι που υπέστησαν καρδιακή προσβολή;» ένα υποχθόνιο χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη του άντρα.

«Για να σου πω...» προσβεβλημένος από τα ειρωνικά του λόγια ο άντρας πετάχτηκε έτοιμος να του ορμίσει. Ο Γουίλι όμως τον σταμάτησε.

«Κόουλ, ήρεμα. Ξέρεις πως δεν ανέχομαι φασαρίες εδώ μέσα. Εάν πραγματικά θέλετε να πλακωθείτε, κάντε το έξω, όχι στο μαγαζί μου. Έγινα κατανοητός;» Ο Κόουλ ξεφύσησε απογοητευμένος. Αν είχε κατορθώσει να ρίξει έστω μια δυνατή γροθιά στα μούτρα Εκείνου, ίσως να είχε ηρεμήσει. Ο Γουίλι τον άρπαξε από τον ώμο και τον έσφιξε φιλικά. Αυτός αποτραβήχτηκε και επέστρεψε στην θέση του.

«Πολύ ωραία!» αναφώνησε ικανοποιημένος ο ιδιοκτήτης του μπαρ με τα κοκκινωπά του μάτια να λάμπουν από ευχαρίστηση. «Ούτως ή άλλος αμφιβάλλω πως πραγματικά ήθελε να σε προσβάλλει» του έκλεισε περιπαιχτικά το μάτι και γύρισε στο μπαρ σφίγγοντας την μικρή κοτσίδα στο πίσω μέρους του κεφαλιού του.

«Έλα τώρα, Γουίλι» η γνώριμη βαριά φωνή έκανε τον μπάρμαν να στρέψει το βλέμμα του προς εκείνο το τραπέζι στη γωνία. Σκοτεινό και μυστήριο, ακριβώς σαν τον άντρα που βρισκόταν εκεί. «Μη μου πεις πως συμφωνείς με αυτές τις σαχλές ιστορίες; Αν δε γνωρίζουν πραγματικά τι συμβαίνει, καλύτερα να το κρατάνε κλειστό παρά να διαδίδουν ό,τι τους κατεβαίνει» έκανε μία απότομη παύση και σήκωσε το ποτήρι του προς τη μεριά που καθόταν ο Κόουλ με την παρέα του. «Χωρίς να θέλω να σας προσβάλλω, κύριε Κόουλ» Ρούφηξε την τελευταία γουλιά που του είχε απομείνει και έπειτα τράβηξε μια γερή τζούρα από το τσιγάρο του. «Εικασίες, ιστορίες τρόμου. Μπούρδες και μαλακίες αν θες την γνώμη μου».

«Κανείς δεν τη ζήτησε!» Μία φωνή αντήχησε στο μπαρ. Ο Γουίλι αναστέναξε βαριεστημένα. Ήταν έτοιμος να τα παρατήσει. Κανείς τους δεν το έβαζε κάτω. Φοβόταν πως πολύ σύντομα θα κατέστρεφαν το μαγαζί του με τους τραμπουκισμούς τους. Αναστέναξε ακόμα μία φορά όμως παρέμεινε αμίλητος. Αλλά εκείνη τη μία φωνή την ακολούθησε άλλη μία, κι' άλλη μία, και ύστερα έγιναν τόσες που τον ανησύχησαν.

«Εσύ γνωρίζεις τι συνέβη;» ρώτησε κάποιος. Τα λόγια του γεμάτα φθόνο, βέβαιος πως θα έφερνε εκείνον τον άντρα σε δύσκολη θέση. Ο Κόουλ, όσο και αν έβραζε μέσα του, ήλπιζε η ερώτηση του φίλου του να πιάσει Εκείνον απροετοίμαστο. Κανείς δεν μίλησε. Όλοι περίμεναν. Κάποιοι με δηλητηριώδη χαμόγελα στα πρόσωπά τους, άλλοι κοιτούσαν γύρω τους με ανήσυχο βλέμμα ενώ μερικοί επικεντρώθηκαν στο ποτό τους. Ούτε ο Γουίλι κατάφερε να κρύψει τον φόβο που τον είχε κυριεύσει. Φόβος όχι για τον τσακωμό που ίσως επακολουθούσε, αλλά για το τι απάντηση θα δινόταν.

Η σκληρή πραγματικότητα ήταν πως ο χρόνος είχε τρέξει τόσο γρήγορα που η μνήμη των ανθρώπων φθάρθηκε και η αλήθεια ξεθώριασε. Αλλοιώθηκε. Ο καθένας είχε τη δική του ιστορία να παρουσιάσει ως πραγματικό γεγονός. Τρεις ήταν οι πιο διαδεδομένες. Η πρώτη υποστήριζε πως ο κόσμος καταστράφηκε λόγω ενός παγκοσμίου πυρηνικού πολέμου, που ξέσπασε στα τέλη της τρίτης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα. Η αλόγιστη χρήση της πυρηνικής ενέργειας και των όπλων που βασίζονταν σε αυτή, προκάλεσαν την καταστροφή τόσο του εδάφους όσο και των ατμοσφαιρικών στρωμάτων του πλανήτη. Η επιβίωση στην επιφάνεια είχε καθοριστεί αδύνατη. Τα φυτά μολύνθηκαν και έπειτα εξαφανίστηκαν. Τα ζώα δεν μπορούσαν να τραφούν και με την σειρά τους οδηγήθηκαν στον αφανισμό. Οι άνθρωποι λιγόστεψαν και η μόνη τους διαφυγή ήταν υπόγεια καταφύγια, καθώς οι ακτίνες του ηλίου έκαιγαν τα πάντα στο πέρασμα τους. Αυτή ήταν η δημοφιλέστερη των τριών.

Η δεύτερη παρουσίαζε τον αφανισμό της ανθρωπότητας και την καταστροφή της Γης ως αποτέλεσμα επίθεσης από μία άγνωστη δύναμη η οποία προήλθε από το διάστημα. Αυτή η «δύναμη» κατάφερε να εξαφανίσει σχεδόν το 80% του πληθυσμού σε λίγες μόνο ώρες. Το τι δύναμη ήταν και πως έφερε αυτή τη καταστροφή, κανείς δε μπόρεσε να εξηγήσει. Παρόλα αυτά συνέχιζαν να το υποστηρίζουν.

Τέλος, η τρίτη θεωρία μιλούσε για την οργή του Θεού. Οι αμαρτίες όλων των ανθρώπων οδήγησαν στην αποκάλυψη, όπως ανέφεραν και οι Θείες γραφές. Όλοι εκείνοι που πίστευαν σ' αυτά, επέμεναν πως αν ο υπολειπόμενος πληθυσμός έβαζε τέλος στην ζωή του, τότε η οργή του παντοδύναμου θα κατευναζόταν μια για πάντα. Διάφοροι πίστεψαν αυτές τις «προφητείες» και δίνοντας τέλος στην ζωή τους, έφεραν το ανθρώπινο είδος ένα βήμα πιο κοντά στον αφανισμό.

Εκείνος γέλασε αποδοκιμαστικά και παρήγγειλε έναν ακόμα Ρώσσο. «Ούτε ο Θεός σας φταίει για τούτη την κατάντια, ούτε κάποιος μεγάλος πυρηνικός πόλεμος και σίγουρα δεν ευθύνεται μια αόρατη δύναμη από το υπερπέραν. Εάν πράγματι θέλετε να μάθετε ποιος τα προκάλεσε όλα, η απάντηση είναι ακριβώς μπροστά σας» ανασήκωσε τους ώμους του και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ίσως και δίπλα σας» χασκογέλασε με την άκρη του ποτηριού να χαϊδεύει τα ξερά του χείλη. Έγειρε προς το τραπέζι με το βλέμμα του καρφωμένο επίμονα στα πρόσωπα τους. «Υπήρξε μια ριζοσπαστική εφεύρεση, από τις λίγες που θα μπορούσε να έχει κάποιο θετικό αντίκτυπο στις ζωές σας και στην εξέλιξη του είδους σας» έφερε τα ακροδάχτυλα του στις καστανές τούφες μαλλιών που κάλυπταν τα μάτια του, και τις έσπρωξε προς τα πίσω φανερώνοντας ελάχιστα το χλωμό και αξύριστο πρόσωπό του. «Το διάστημα αποτελείτε από φάσματα τα οποία συγκροτούν σε μία ισορροπία το χωρόχρονο. Αυτά τα φάσματα αυξάνονται με την ίδια ταχύτητα που επεκτείνετε το σύμπαν» μόρφασε καθώς παρατήρησε τα μπερδεμένα πρόσωπά τους. Έριξε το κεφάλι του προς τα πίσω και αναστέναξε. Συνέχισε, προσπαθώντας να το αποδώσει πιο απλά. «Αυτό το κατασκεύασμα θα άνοιγε τρύπες στο φάσμα του κόσμου σας, διευκολύνοντας τόσο τα ταξίδια σας όσο και την ανακάλυψη νέων μορφών ενέργειας. Επιτέλους! Η ανθρωπότητα θα έκανε άλλο ένα βήμα προς όφελός της» το ηχηρό του γέλιο πάγωσε το αίμα όσων βρίσκονταν εκεί. Αν και αμφέβαλαν για τα λεγόμενα του, του επέτρεψαν να συνεχίσει.

Ο Γουίλι τράβηξε την καρέκλα ενός κοντινού τραπεζιού και κάθισε. Σε περίπτωση που κάποιος ήθελε να παραγγείλει, η φύση τού είχε χαρίσει από ένα υπέροχο ζευγάρι ποδιών και χεριών. Δεν ήταν δα δύσκολο να σηκωθούν και να γεμίσουν τα ποτήρια τους. Για την ώρα ήταν γεμάτος περιέργεια να ακούσει.

«Δίχως να γνωρίζουν τι κατασκεύασαν και τι επιπτώσεις θα 'χει η χρήση του, το έθεσαν σε λειτουργία» τράβηξε ακόμα μία τζούρα από το τσιγάρο του, αυτή τη φορά κρατώντας τον καπνό στα πνευμόνια του παραπάνω από ότι συνήθως. Έπειτα, τον ελευθέρωσε με τα μάτια του να κοιτάνε το πέτρινο ταβάνι. Χωρίς να μετακινήσει το βλέμμα του τίναξε τη στάχτη στο πάτωμα και συνέχισε. «Ζείτε μέσα σε ένα παλιό και σχεδόν ερειπωμένο σπίτι. Δεν έχει παρουσιάσει πολλά προβλήματα αλλά που και που ήχοι μέσα από τους τοίχους σας κρατάνε ξύπνιους τα βράδια. Δεν μπορείτε να καταλάβετε τι τους προκαλεί. Ίσως πάλι να 'χετε μια ιδέα αλλά δεν ξέρετε πώς να ανακαλύψετε τη πηγή αυτού του θορύβου. Αφού περάσετε αμέτρητες νύχτες ξάγρυπνοι, κουράζοντας το μυαλό σας με σκέψεις για το πώς θα λύσετε αυτό το πρόβλημα, ανακοινώνετε στη γυναίκα σας πως θα κάνετε ανακαίνιση. Γιατί; Επειδή είναι παλιό και θέλετε να έχετε ένα γερό κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σας. Αυτό δηλαδή ισχυρίζεστε σε εκείνη». Σηκώθηκε αρπάζοντας το άδειο του ποτήρι και κατευθύνθηκε προς το μπαρ. Πήρε ένα μπουκάλι ρούμι από το ράφι και επέστρεψε στο τραπέζι του. «Μαζί με την έγκριση της γυναίκας σας αρπάζετε το τρυπάνι και μετατρέπετε τους τοίχους σε σωστά σουρωτήρια» έριξε το σώμα του στη καρέκλα και έγειρε προς τα πίσω σταυρώνοντας τα χέρια του στο στήθος. «Μήπως μπορεί κάποιος να πει τι θα βρίσκατε;» τα γκρίζα του μάτια πέρασαν από κάθε τραπέζι και πρόσωπο. Όλοι τον παρακολουθούσαν, κανένας διατεθειμένος να απαντήσει.

«Ποντίκια» μια γνώριμη φωνή έκανε δειλά την αρχή.

«Αρουραίοι, ζουζούνια» πρόσθεσε ο Γουίλι κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του. «Τρυπώνουν μέσα στα τοιχώματα και τρώνε ό,τι βρουν. Ο θόρυβος είναι ανατριχιαστικά ενοχλητικός».

«Ακριβώς!» Πετάχτηκε ενθουσιασμένος με την συμμετοχή, αλλά και με τις απαντήσεις που δόθηκαν στο ερώτημά του. «Μπράβο! Όντως, ποντίκια, ζωύφια κάθε λογής, είχαν τρυπώσει και έτρωγαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Κάποια για να καταστρέψουν και άλλα για να κατασκευάσουν φωλιές μέσα στην δική σας» άρπαξε το μπουκάλι, έβγαλε το πώμα και άδειασε αρκετό από το γλυκόπικρο περιεχόμενο στο στόμα του. «Παρ' όλ' αυτά ο λόγος της ύπαρξης τους δεν μας ενδιαφέρει τόσο. Βλε-»

«Και που κολλάει αυτό;» κάποιος φρόντισε να τον διακόψει απότομα. Για Εκείνον δεν ήταν παρά ένα διάλλειμα για να απολαύσει το ποτό του.

«Δεν ακούς τι λέει τόση ώρα; Προφανώς και το μηχάνημα που κατασκευάστηκε έπαιξε το ρόλο του τρυπανιού. Άνοιξε τρύπες!» Ένας άλλος εξήγησε.

«Και τι ελευθερώσαμε; Διαστημικούς αρουραίους ή μήπως διαστημικές κατσαρίδες και κοριούς; Μαλακίες. Όσο ψεύτικες είναι οι άλλες θεωρίες, άλλο τόσο είναι και αυτή» το μαγαζί τραντάχτηκε ολόκληρο απ' τις φωνές και από τα γέλια κάποιων. Μόνο ο Γουίλι είχε παραμείνει ανέκφραστος ανυπομονώντας για την συνέχεια. Όμως κανείς δεν έλεγε να πάψει και αυτό τον έφτασε στα όρια του.

«Θα το βουλώσετε; Όποιος δεν γουστάρει είναι ελεύθερος να τσακιστεί από εδώ μέσα. Όσοι πάλι θέλουν να παραμείνουν μπορούν να βγάλουν τον σκασμό! Έγινα κατανοητός;» Ησυχία, απόκοσμη και σωστή απόλαυση στα αυτιά του.

«Για να γίνω πιο σαφής, όντως το κατασκεύασμα αυτό λειτούργησε σαν το τρυπάνι. Μόνο που οι τρύπες που ανέφερες, αγαπητέ μου, δεν είναι ο σωστός όρος που θα χρησιμοποιούσα» έτριψε το πιγούνι του, έχοντας ένα ψεύτικο σκεπτικό ύφος και υψώνοντας το δάχτυλό του συμπλήρωσε. «Πύλες!» φώναξε σχεδόν θριαμβευτικά. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο χώρος γέμισε για ακόμη μια φορά με ενοχλητικούς ψιθύρους. Ίσως να είχαν κάποιο αντίκτυπο τα λόγια του, ίσως γι' αυτούς να ήταν τροφή για σκέψη, μα δυστυχώς χρειάζονταν αρκετό χρόνο να καταλάβουν το πιο απλό νόημα τους. Θα μπορούσε να απογοητευτεί, μα αυτοί ήταν οι άνθρωποι. Ευέξαπτοι, προσβάλλονται με το παραμικρό, εγωιστές και χασκογέλασε φέρνοντας το στόμιο του μπουκαλιού στα χείλι του, αργόστροφοι. «Αυτές οι ακίνδυνες, όπως τις θεωρούσανε, πύλες, επέτρεψαν στον οποιονδήποτε-»

«Για μισό λεπτό» κι άλλη διακοπή. Άρχισε να τον ενοχλεί αυτή τους η συνήθεια τους. «Σε μία τέτοια μεγάλη ανακάλυψη σίγουρα θα υπήρχαν πολλές αντιδράσεις. Αμφιβάλλω αν όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα όσο υποστηρίζεις».

Εκείνος αναστέναξε «Πίστευα πως ήταν αυτονόητο αλλά προφανώς έκανα κάποιο μεγάλο λάθος» κατέβασε μια γουλιά ακόμα προτού σκουπίσει το υγρό του στόμα με το μανίκι του. «Τη μεγαλύτερη φασαρία την προκάλεσαν οι φανατικά θρησκόληπτοι. Ξέρετε... αυτοί που επηρέασαν κάποιους από εσάς να αυτοκτονήσουν» τα μάτια του εξέτασαν τα βλέμματα τους. Μερικοί έκαναν ακριβώς το ίδιο, ενώ τρεις παρέες στο βάθος αντάλλαξαν ματιές. Ήταν εμφανές πως κανείς δεν είχε ενημερώσει αυτά τα νέα παιδιά για το πως χάθηκε τόσος κόσμος. Δύο εργάτες του κέντρισαν το ενδιαφέρον. Είχαν χαμηλώσει τα κεφάλια και τα δάχτυλά τους έπαιζαν στο γυάλινο δοχείο του ποτού τους. Το χαμόγελο του έγινε πιο πλατύ από κάθε άλλη φορά. «Χαίρομαι που μερικοί θυμούνται ακόμα»

Μία γροθιά έσκισε τον αέρα και ράγισε την επιφάνεια στην οποία προσγειώθηκε με τόση μανία. «Μόνο ένα ΤΕΡΑΣ θα έβρισκε χαρά σε κάτι τόσο άσχημο. Έχασα τους γονείς μου πριν πενήντα χρόνια» το χέρι του άρπαξε τον ώμου του διπλανού του. «Αυτός έχασε την αδελφή και τα ανίψια του. Δύο αγόρια, μηνών ακόμα. Ήταν θαύμα που γεννήθηκαν στο χείλος του αφανισμού. Αλλά εκείνη το θεώρησε σωστό να τα πάρει μαζί της. Δύο μωρά, δύο ψυχές που δεν είχαν γευτεί τη ζωή» η φωνή του έσπασε. Κανείς δεν φάνηκε να θέλει να τον σταματήσει. Το βλέμμα Εκείνου έπεσε στον Γουίλι. Ο ιδιοκτήτης αυτής της τρύπας είχε χαμηλώσει το βλέμμα και είχε σωπάσει. «Όσο και να σε ικανοποιεί το γεγονός πως θυμόμαστε, όσο και να σε διασκεδάζει η άγνοια μας για το παρελθόν, δεν έχεις κανένα δικαίωμα να παίζεις μαζί μας». Όλοι συμφώνησαν, αλλά η πλειοψηφία το έκανε με σιωπή και αν κάτι του έδινε το δικαίωμα να το παρατραβήξει ήταν τούτη η ησυχία.

«Με παρεξηγήσατε και πάλι. Δεν παίζω καθόλου μαζί σας. Μπορεί να με διασκεδάζει το γεγονός ότι δεν γνωρίζετε το τι συνέβη πριν από εκατόν ογδόντα χρόνια, αλλά δεν παίζω. Όσο για το τι συνέβη πριν από τόσες δεκαετίες, λυπάμαι που θα το πω αλλά δεν φταίνε μονάχα όσοι παρακίνησαν τα πλήθη προς το θάνατο. Το ότι οι γονείς σας, τα αδέλφια και οι φίλοι σας αποφάσισαν να βάλουν τέλος στη ζωή τους, δεν είναι κανενός το φταίξιμο παρά δικό τους». Σηκώθηκε ξανά όμως αυτή τη φορά πλησίασε τον εκνευρισμένο άντρα και έσκυψε προς το μέρος του. «Κάτι το οποίο σίγουρα πιστεύετε κι εσείς».

Το τι ακολούθησε το περίμεναν σχεδόν όλοι. Ακόμα και Εκείνος περίμενε τις συνέπειες των όσων είπε και τις αποδέχθηκε. Κάποιοι ήταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν την αλήθεια ενώ άλλοι επέλεξαν να εθελοτυφλούν. Έτριψε το μελανιασμένο του μάγουλο και έγλυψε τις ελάχιστες σταγόνες αίματος από το σκισμένο του χείλος. Για καλή του τύχη η γροθιά ήταν άστοχη και δεν μετακινήθηκε κάποιο κόκαλο. Επέστρεψε στη θέση του και έπιασε το ποτήρι του. Ο Γουίλι ήταν έτοιμος να πει κάτι όταν Εκείνος ύψωσε το χέρι του για να τον σταματήσει.

«Όποιος δεν θέλει να ακούσει την αλήθεια ή να αντικρίσει την πραγματικότητα, δεν έχει καμία θέση εδώ. Δεν ήρθα να σας χαϊδέψω τα αυτιά με παραμύθια και να σας μιλήσω γλυκά. Ω, πόσο λυπάμαι για τα όσα πάθατε» κοπάνησε το ποτήρι στο τραπέζι «Όχι! Έχετε μάθει να κατηγορείτε τρίτους για τα δικά σας λάθη, επειδή φοβάστε να αποδεχθείτε πως εσείς φταίτε. Εσείς και κανένας άλλος. Ούτε κομήτες, ούτε πόλεμοι, ούτε Θεοί και Διάολοι. Όσοι λοιπόν θέλετε να ζείτε στη νιρβάνα σας, στα τσακίδια! Ακόμα και ένας να μείνει θα έχει τουλάχιστον τα κότσια να ακούσει και να σκεφτεί. Οι υπόλοιποι επιστρέψτε στην κόλαση που, όπως λέτε, άλλοι δημιούργησαν για εσάς». Το σώμα του έπεσε με φόρα προς τα πίσω, η πλάτη του συγκρούστηκε με εκείνη της καρέκλας, η οποία είχε βρει πλέον στήριγμα στον πέτρινο τοίχο. Έκλεισε τα μάτια του και αφουγκράστηκε τους ήχους που διαπερνούσαν τα αυτιά του. Βήματα, φωνές, βήματα και πάλι βήματα. Εάν είχε υπολογίσει σωστά είχαν παραμείνει μονάχα δύο τρία άτομα, μαζί με τον Γουίλι.

Τα μάτια του άνοιξαν και από το ταβάνι μετακινήθηκαν στον χώρο μπροστά του. Ο Γουίλι, ο Κόουλ και οι συνεργάτες του ήταν όλοι όσοι είχαν απομείνει. Όσοι έφυγαν ήταν απλά άξιοι της μοίρας τους. «Οι πιστοί» συνέχισε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα «διαμαρτύρονταν πως ο άνθρωπος έπραττε την ύψιστη αμαρτία. Με την καινούρια του ανακάλυψη δεν προσπαθούσε απλά να έρθει κοντά με τον κόσμο έξω, αλλά προσπαθούσε να εισβάλλει στην κατοικία του Θεού. Καταλαβαίνετε βέβαια πως κάτι τέτοιο τρόμαξε πολύ λίγους ανθρώπους. Όσα φυλλάδια και να μοιράζανε, κανείς δεν τους πίστευε και η προετοιμασία συνεχίστηκε όπως ακριβώς την είχαν προγραμματίσει».

«Μα μόνο αυτή η ομάδα αντέδρασε αρνητικά;» ένας νεαρός απόρησε σιγανά μα για καλή του τύχη Εκείνος τον άκουσε.

«Όπως πάντα υπήρχαν αρκετά άτομα που αμφέβαλλαν. Μα όταν μεγάλα ονόματα της επιστήμης και ευφυή πρόσωπα συμφωνούν, ο κόσμος πιστεύει τυφλά» άρπαξε ένα τσιγάρο που βρισκόταν χύμα στη τσέπη του παλτού του, το στερέωσε ανάμεσα στα χείλι του και το άναψε με έναν σκουριασμένο αναπτήρα. Ρούφηξε μια και δυο φορές τον καπνό και ύστερα τον άδειασε απ' τα πνευμόνια του. «Η παρθενική του λειτουργία και η πρώτη πύλη δεν οδήγησαν πουθενά. Έστειλαν ειδικά οχήματα να εξερευνήσουν μα δεν υπήρχε τίποτα απολύτως. Και πριν αποφασίσετε να ξαναδοκιμάσετε η πύλη είχε κλείσει. Αυτό από μόνο του έδωσε ελπίδα και στους πιο δύσπιστους. Οι πύλες προφανώς έκλειναν άρα...;»

«Μπορούσαν να ξαναδοκιμάσουν άφοβα μέχρι να βρεθεί κάτι»

«Πολύ σωστά μικρέ. Το όνομα σου;»

«Λουί» απάντησε διστακτικά και ο Κόουλ που καθόταν δίπλα του τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη.

«Λοιπόν, Λουί, χαίρομαι που έπιασες το νόημα. Για τρεις μέρες το μαραφέτι είχε τεθεί σε λειτουργία. Επί τρεις μέρες τρυπούσατε το φάσμα χωρίς σταματημό. Κίνδυνοι δεν είχαν παρουσιαστεί και οι πύλες έκλειναν μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Όμως πόσο μπορεί να αντέξει ένας τοίχος; Πόσες τρύπες θα χρειαστούν μέχρι να καταρρεύσει;»

«Το κατάλληλο σημείο...» κάποιος ψιθύρισε και Εκείνος απλά χαμογέλασε. Τα γκρίζα του μάτια έπεσαν επάνω σε εκείνον τον μεσήλικα που καθόταν δίπλα στον Γουίλι. «Μπορείς να τρυπάς όσο θες και δεν θα πέσει τίποτα. Αλλά μία λάθος κίνηση στο πιο ευάλωτο σημείο και όλα θα διαλυθούν».

«Κύριε Έντι, μένω άναυδος! Ειλικρινά όλον αυτό τον καιρό σας θεωρούσα μουγκό εάν όχι χαζό. Με εκπλήσσετε όλοι σας εδώ σήμερα».

«Παρέμεινα, αλλά δεν δέχομαι προσβολές».

«Όπως πολύ σωστά επισήμανε ο κύριος Έντι, ανοίξατε την πύλη, τη λάθος στιγμή στο χειρότερο σημείο. Παρ' όλ' αυτά η καταστροφή δεν κατέφθασε μέσα σε λίγα λεπτά» τίναξε λίγη από τη στάχτη του τσιγάρου του στο πάτωμα και έγειρε μπροστά.

«Πήρε αρκετό καιρό. Υπήρξαν βέβαια αρκετά σημάδια. Αλλαγές στον καιρό, στη διάρκεια της ημέρας...» έκανε μία παύση και γέλασε απαλά κουνώντας το κεφάλι του απογοητευμένος. «Το είδος σας είναι πραγματικά απίθανο και το εννοώ. Το έδαφος καταρρέει μπροστά σας αλλά το αρνείστε επειδή φοβάστε να πιστέψετε πως θα πεθάνετε. Επειδή φοβάστε να δεχθείτε το τέλος. Πείτε μου» τους κοίταξε έναν - έναν. Κανείς δεν μετακίνησε το βλέμμα του. «Θυμάστε καθόλου το απαλό άγγιγμα του ανέμου στα πρόσωπά σας; Τη ζεστασιά του ήλιου κάποιο καλοκαιρινό πρωινό; Αναρωτιέμαι μπορείτε να τα ανακαλέσετε στη μνήμη σας; Υπάρχει κάποιο ίχνος από την παλιά σας δόξα χαραγμένο στις καρδιές σας; Ή μήπως όλα αφανίστηκαν μαζί με την κοινωνία και τον πολιτισμό σας;» πήρε μια βαθιά ανάσα και έκλεισε τα μάτια του. Ντροπή και νοσταλγία βουτηγμένα στη σκοτεινή ενοχή που πήγαζε από μέσα τους. «Όπως ακριβώς το φοβόμουν» χαμογέλασε πικρά. Αισθανόταν πως αυτή η δηλητηριώδης ατμόσφαιρα τον έπνιγε. Η αξιοθρήνητη αυτή θλίψη τους τον τύλιγε και τον έσφιγγε σε σημείο που έχανε την ανάσα του.

«Κάθομαι και σε ακούω όλη αυτή την ώρα και δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ πόσο βολικό είναι για σένα να βγάλεις τον εαυτό σου απ' έξω. Καταστροφές, δολοπλοκίες και απευθύνεσαι μονάχα σε μας, σαν να θεωρείς τον εαυτό σου καλύτερο».

«Κύριε Κόουλ, λυπάμαι που θα σας απογοητεύσω, αλλά και ίσο μερίδιο ευθύνης να είχα για αυτή σας τη κατάντια, δεν θα έβαζα τον εαυτό μου στο ίδιο τσουβάλι με όλους σας, όπως λέτε, πόσο μάλλον θα με θεωρούσα έναν από σας». Η θλίψη είχε μεταμορφωθεί πλέον σε εκνευρισμό, σχεδόν θυμό και αυτό το συναίσθημα του έδινε ζωή.

«Τι το ιδιαίτερο, τι παραπάνω έχεις εσύ από εμάς; Στην ίδια κατάντια ζεις. Με χιλιοφορεμένα κουρέλια, κοιμάσαι σε μία τρύπα ζεις σε αυτή και θα πεθάνεις σε αυτή». Ο Γουίλι τον ακούμπησε στο στήθος, μια σιωπηλή επίκληση να πάψει. Ο Κόουλ όμως δεν είχε καμία διάθεση να σταματήσει. «Όποια και να 'ναι η αλήθεια, η πραγματικότητα που βλέπω είναι πως ζούμε σαν τα ζωύφια μέσα στο έδαφος. Προσπαθούμε να επιβιώσουμε φτύνοντας αίμα και πάλι δεν είναι αρκετό. Ενώ η επιφάνεια έχει καλυφθεί από μία λαίλαπα φωτιάς και θανάτου» η φωνή απόγνωσης στα λόγια του έλουσε με κρύο ιδρώτα τα πρόσωπα των υπολοίπων.

«Λαίλαπα φωτιάς και θανάτου...» επανέλαβε εκείνος και δάγκωσε το χείλος του.

«Αρκετά δραματικό εάν θέλετε τη γνώμη μου. Υπερβολικά δραματικό και ποιητικό κύριε Κόουλ» κατέβασε μία γουλιά από το ρούμι και σχεδόν την ίδια στιγμή τράβηξε λίγο από τον καπνό του τσιγάρου του.

«Εσύ τότε πως θα το περιέγραφες;» η φωνή του νεαρού Λουί φώτισε το πρόσωπό του. Ίσως να ήταν ο μοναδικός από όλους που είχε περισσότερες απορίες παρά αμφιβολίες. Ίσως να υπήρχε τελικά κάποια ελπίδα.

«Λουί, η απάντηση που ψάχνεις και εσύ και οι συνάδελφοι σου είναι μία. Κόλαση.» Ο δείκτης του υψώθηκε αρκετά και έδειξε το ταβάνι, ενώ ο ίδιος με μια γουλιά άδειασε το περιεχόμενο του μπουκαλιού. «Η κόλαση που περιγράφει η θρησκεία σας. Μόνο που ο διάβολος την έχει εγκαταλείψει. Η γλώσσα του καθάρισε το κάτω χείλος του από υπολείμματα αίματος και αλκοόλ. Η πληγή τον έτσουζε απίστευτα και το κάψιμο που αισθανόταν τον αναζωογονούσε. «Αλλά ας μη σταθούμε στο τι έχει καταλήξει να είναι, δεν μας ενδιαφέρει. Μάλιστα κύριοι, δεν μας ενδιαφέρει καθόλου το τι υπάρχει εκεί πάνω. Αυτό που θα πρέπει να αναρωτηθείτε είναι το πώς κατέληξε έτσι».

Ο Γουίλι κοίταξε αστραπιαία τους άντρες γύρω του και έπειτα το βλέμμα του επέστρεψε σε Εκείνον. «Όλοι όσοι μιλούσαν για τον πυρηνικό πόλεμο έλεγαν πως τα όπλα διέλυσαν την ατμόσφαιρα και ο ήλιος έκαψε τα πάντα».

«Έχετε στο νου σας πάντα, πως σε ό,τι ακούτε υπάρχει μια δόση αλήθειας. Κάποιες φορές μικρή, άλλες φορές μεγάλη, αλλά ποτέ δεν υπήρξε καπνός χωρίς φωτιά. Παραδείγματος χάρη...» σηκώθηκε και έκανε μία βόλτα στο χώρο. «πυρηνικός πόλεμος δεν έγινε ποτέ, αλλά η ατμόσφαιρα καταστράφηκε και το πολυαγαπημένο σας άστρο, έκαψε τα πάντα. Καμία αόρατη δύναμη δεν κατέβηκε, ωστόσο η καταστροφή προήλθε από τα βάθη του σύμπαντος» κοντοστάθηκε στο πάγκο του μπαρ και έγειρε το σώμα του προς τα πίσω «Μα ο κύριος πρωταγωνιστής εδώ είναι οι πύλες. Αυτές οι αναθεματισμένες πόρτες που εσείς κύριοι ανοίξατε και επιτρέψατε στο οτιδήποτε να εισβάλλει στο μικρό σας πλανήτη». Για ακόμη μια φορά το βλέμμα του περιπλανήθηκε στο ταβάνι. «Πόσες καταστροφές θα είχαν αποφευχθεί εάν δεν ήσασταν αρκετά περίεργοι να εξερευνήσετε τις τρεις τελευταίες πύλες; Αναρωτιέμαι...βλέπετε οι πύλες αυτές είχαν κάτι το αφύσικο, το μαγικό. Σας τραβούσαν πιο κοντά και ταΐζανε την περιέργεια σας. Σας καλούσαν Εκείνοι για να εισβάλλουν ελεύθερα στον κόσμο σας και να τον διαλύσουν» τα μάτια του δεν μετακινήθηκαν, συνέχισε να κοιτάζει τα πετρώματα σαν να υπήρχε κάτι που μόνο ο ίδιος μπορούσε να διακρίνει. Κάτι το οποίο τον τρόμαζε. «Εκεί πάνω, περιμένουν. Ποτέ δεν έκλεισαν. Ποτέ δεν έπαψαν να υπάρχουν. Περιμένουν για το πότε ο διάολος θα επιστρέψει στο βασίλειο του και όταν η στιγμή αυτή έρθει, να 'στε σίγουροι πως ούτε ίχνος του πλανήτη σας, του ίδιου του πολιτισμού σας, δε θα μείνει. Περιμένουν...»

Ο Γουίλι, ο Κόουλ, ο μικρός Λουί και ο γερό-Έντι, κοιτάχτηκαν για μια στιγμή σιωπηλά. Με ένα βλέμμα να συνεννοηθούν και να συμφωνήσουν πως ό,τι και να 'χε ειπωθεί νωρίτερα, τώρα πια τα λόγια του άντρα ήταν γεμάτα φόβο και ανησυχία, ενώ οι ίδιοι πλέον είχαν τρομοκρατηθεί.

«Δηλαδή δεν είμαστε ασφαλείς;» Απόγνωση.

«Εδώ κάτω; Ποτέ δεν ήμασταν» Φόβος.

«Τίποτα δεν έχει νόημα πλέον. Θα πεθάνουμε όλοι» Ματαιότητα.

Το τσιγάρο κάηκε ολοσχερώς στα δάχτυλα του, όταν βημάτισε στην επιφάνεια. Δεν χρειαζόταν να κοιτάξει τριγύρω. Με κλειστά μάτια γνώριζε τι τον περίβαλλε. Στάχτη, φλόγες και σκοτάδι. Τα άστρα είχαν εξαφανιστεί, ο ήλιος μαζί τους και όλα μέσα σε μερικές μόνο μέρες. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε τα μάτια του με τα χέρια στις τσέπες του παλτού του. Απόγνωση, φόβος, ματαιότητα και πόνος. Τόσο ανθρώπινα αυτά τα συναισθήματα και πόσο τον έθλιβε το γεγονός πως του είχαν γεμίσει την καρδιά. Βημάτισε μπροστά εισχωρώντας στη κόλαση που απλωνόταν μπροστά του. Αυτήν την κόλαση που τα αδέλφια του σχεδόν διακόσα χρόνια πριν δημιούργησαν και έπειτα εγκατέλειψαν. Όμως αυτός έμεινε πίσω, παραμένοντας σε τούτο το νεκρό κόσμο. Ήλπιζε πως οι άνθρωποι θα εναντιώνονταν, θα διεκδικούσαν όσα τους άρπαξαν με τη βία, αλλά έκανε λάθος. Κρύφτηκαν σαν τα ποντίκια, κάτω από πέτρες και χώμα. Μίζερα πλάσματα για τα οποία έχασε τα πάντα. Τελικά ίσως να αξίζει ο αφανισμός. Ίσως η ανθρωπότητα να ήταν τα παράσιτα σε τούτη την οικεία.

Ύψωσε το ένα του χέρι και τα γκριζωπά του μάτια. Πόσο δίκιο είχε τελικά; Βρίσκονταν ακόμα εκεί. Οι πύλες που γεννήθηκαν από τα χέρια των ανθρώπων και προκάλεσαν όλη αυτήν την καταστροφή. Αυτές που επέτρεψαν σε εκείνον και τα αδέλφια του να εισβάλλουν και να σπείρουν το θάνατο σε δισεκατομμύρια.

Τις άκουγε που του ψιθύριζαν να επιστρέψει στην άβυσσο του κόσμου όπου τον περίμεναν. Του μιλούσαν γλυκά, όπως έκαναν στον οποιοδήποτε που τις κοιτούσε. Σε καλούσαν και ύστερα σε άρπαζαν, βυθίζοντας σε, σε αιώνιο σκοτάδι. Μα δεν θα γυρνούσε ακόμα. Θα περίμενε και εκείνες το γνώριζαν. Όσο αυτές βρίσκονταν εκεί πάνω να παρακολουθούν τα πάντα, τίποτα δεν είχε τελειώσει και εκείνος θα περίμενε.




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις