Εις το όνομα...

Ανασηκώθηκε.

            Στηρίχθηκε στο παγωμένο χώμα και στάθηκε στα δυο του πόδια, παρόλο που το ένα ήταν σακατεμένο από κάποια προηγούμενη σύγκρουση. Τα αυτιά του βούιζαν και ο κόσμος γύρω του έγερνε σε κλίσεις που ήταν σχεδόν αδύνατο να υπάρξουν, όσο το κεφάλι του πονούσε φριχτά.
            Κανείς δεν τους είχε προειδοποιήσει για τι ακολούθησε. Κανείς δεν περίμενε πως αν και υπερτερούσαν σε αριθμό, ο εχθρός θα τους τσάκιζε. Είχαν προβάδισμα ημερών και ήταν σίγουρο ότι θα έφταναν στα προπύλαια πριν από εκείνους. Ο εχθρός όμως ήταν πιο γρήγορος και πιο έξυπνος.
            Κατάφερε να ισιώσει το κορμί του παρά τα κύματα πόνου που ηλέκτριζαν την κάθε σπιθαμή του κορμιού του. Κοίταξε γύρω του. Η μάχη συνεχιζόταν και αυτός, σιωπηλός παρατηρητής, απλά παρακολουθούσε ανθρώπους να σφαγιάζονται.
            Στο όνομα του Θεού τους.
            Στο όνομα του Βασιλείου.
            Για τη τιμή και τη δόξα.

            Νεαροί άνδρες με καθαρά όνειρα για το μέλλον κείτονταν άψυχοι στο χώμα με το βλέμμα πότε ριγμένο στον ματωμένο ουρανό και πότε αλλοιωμένο από τον τρόπο και την οδύνη.  Ήταν μαριονέτες. Άβουλες κούκλες που τους έκοψαν τα σχοινιά καθιστώντας τους ανίκανους όχι μόνο να συνεχίσουν το έργο εκείνων που αναπαύονταν πίσω από την ασφάλεια των τειχών των κάστρων τους, αλλά και να συνεχίσουν την δική τους ζωή.
            Τα ουρλιαχτά των ματωμένων λεπίδων σε συνδυασμό με τις ιαχές των πολεμιστών έσκιζαν τον αέρα. Ακόμα μια ψυχή ελευθερώθηκε
̇ ακόμα ένα σώμα για τον Θεριστή να κουβαλήσει στην αιωνιότητα. Τίναξε το χώμα από πάνω του και με κάθε βήμα η λεπίδα του χάραζε μια ακατάπαυστη πορεία προς το πεδίο της μάχης καθώς την έσερνε στο χώμα. Επέστρεφε στα γαμψά νύχια του θανάτου.
            “Εις το όνομα..” κάποιος ούρλιαζε από τα βάθη της ψυχής του και ξεχυνόταν στη μάχη.
            Εκείνος δεν πίστευε σε θεούς και δαίμονες. Είχε όμως γυναίκα και παιδιά τα οποία θα προστάτευε με όλες τις δυνάμεις του. Δεν μαχόταν για κανέναν βασιλιά ή άρχοντα. Δεν άξιζε να χάσει τη ζωή του για δειλούς ευγενείς που το μοναδικό πεδίο μάχης που γνώριζαν ήταν εκείνο μιας παρτίδας σκάκι. Όχι, δεν μαχόταν για εκείνους αλλά για αυτούς που αγαπούσε
̇ για τα χαμόγελά τους και τη ζωή τους. Δεν θα πέθαινε για τη δόξα και τη τιμή.  Άλλο ήταν το όνομά της. Θύμιζε την άνοιξη και το άρωμά της σε ταξίδευε σε αναμνήσεις παιδικές και αθώες. Δεν της ταίριαζε ο θάνατος μήτε το αίμα. Κι άμα επιβίωνε, θα την κρατούσε κάθε βράδυ αγκαλιά και θα την φιλούσε κάθε μέρα. Θα φρόντιζε ώστε ο κόπος του και οι ψυχές που έφυγαν από τα χέρια του να σήμαιναν κάτι.
            Άλογα κάλπαζαν μανιωδώς και άλλα έπεφταν με δυνατό κρότο χάμω, ουρλιάζοντας από πόνο και παρασέρνοντας τους καβαλάρηδες μαζί τους. Ένα, έτρεχε προς το μέρος του και ο δικός του αφέντης είχε γείρει κραδαίνοντας το θανάσιμο όπλο του έτοιμο να συνθλίψει το κρανίο του. Τα δόντια του ήτα σφιγμένα και ο μορφασμός του ήταν σμιλευμένος από μίσος και δίψα για αίμα.
            Ύψωσε το όπλο του και με μία σπαστή κίνηση χτύπησε το χέρι του με τη πλατιά πλευρά του ξίφους . Ο άνδρας έριξε τον κεφαλοθραύστη, σφαδάζοντας από πόνο μα και γρυλλίζοντας από τη μανία του. Τράβηξε απότομα τα χαλινάρια του αλόγου, προκαλώντας πνιχτή κραυγή από το ζωντανό που όμως υπάκουσε στο κάλεσμα του καβαλάρη του και βημάτισε προς τα πίσω.
            Εκείνος παρέμεινε στο ίδιο σημείο, με το κεφάλι ψηλά. Τόσους μήνες στη κόλαση αυτή, είχε καταφέρει να σωθεί και να σώσει. Αυτή η μέρα δεν ήταν διαφορετική. Έσφιξε τη λαβή του όπλου του όσο τα πόδια του τον συγκρατούσαν όρθιο στο έδαφος. Ο πόνος για μια στιγμή έγινε φίλος καρδιακός και του έδινε περισσότερη δύναμη. Ο εχθρός κατέφθανε για δεύτερη φορά, με μεγαλύτερη φόρα και μένος. Παρόλο που δεν βαστούσε κάποιο όπλο, κρατούσε τα χαλινάρια και κραύγαζε. Ήλπιζε πως το άλογο θα τον ποδοπατούσε χαρίζοντάς του λαχταριστή νίκη. Οι ματιές τους συναντήθηκαν. Κανείς δεν φοβόταν τον θάνατο λιγότερο από τον άλλον, αλλά και οι δύο είχαν λόγο να παραμείνουν ζωντανοί.
            Έγειρε το κορμί του σε μια προσπάθεια να ελιχθεί και να αποφύγει το λυσσασμένο άτι με τον δαιμονισμένο καβαλάρη του. Ο αέρας σκίστηκε, η βοή τρύπησε τα αυτιά του και το σώμα του ενστικτωδώς τινάχθηκε στο πλάι. Ευθύς, τα κόκκινα και δακρυσμένα του μάτια έσπευσαν να παρακολουθήσουν την τροπή των γεγονότων. Τα θλιβερά βογγητά του αλόγου τραυμάτισαν τη ψυχή του και πόνεσαν την καρδιά του. Τα κλάματα ζώων τον στοίχειωναν πολύ περισσότερο από εκείνα των ανθρώπων. Αυτό όμως, δεν ήταν λαβωμένο. Καμία πληγή στο τσιμεντένιο κορμί του δεν το βασάνιζε. Έτρεχε πέρα δώθε και γύρω από τον πεσμένο του αφέντη, θρηνώντας τον. Ο τελευταίος κειτόταν στο έδαφος με μια λόγχη να έχει διαπεράσει το κρανίο του, σκοτώνοντάς τον ακαριαία πριν την πολυπόθητη νίκη.
            Ανασηκώθηκε.
            Στήριξε τις παλάμες του στο ματωμένο χώμα και σηκώθηκε. Η αδρεναλίνη έσβηνε τον πόνο των πληγών του μα ήξερε πως έπρεπε να προχωρήσει. Δεν ήταν μόνος. Υπήρχαν χιλιάδες ακόμα που πολεμούσαν και θα συνέχιζαν να χάνουν αίμα. Τα πόδια του έτρεξαν προς το κέντρο της μάχης. Στο σημείο εκείνο που οι δύο πλευρές συγκρούονταν και έσπερναν τρόμο.
            «Καλυφθείτε!» ακούστηκε γεμάτη απόγνωση η φωνή κάποιου και όλοι, ανεξαρτήτως της πλευράς και των πιστεύω τους, έριξαν τα βλέμματά τους στον ουρανό. Το γκρίζο πέπλο του το έσκιζε μια πύρινη λάμψη, μικρότερη του ήλιου αλλά όσο περνούσαν οι στιγμές τόσο τους πλησίαζε. Οι ρόλοι αλλάχθηκαν και πλέον όλοι σαν τα ορφανά άλογα, έτρεχαν ψάχνοντας απεγνωσμένα για κάλυψη. Μέσα στον χαμό στάθηκε και κοίταξε τη πύρινη σφαίρα. Η όψη της τελικά δεν ήταν τόσο αποκρουστική.
            Ένα μικρό βήμα μπροστά χρειάστηκε.
            Κόσμος τον έσπρωχνε και έπεφτε πάνω του χαμένος μέσα στον πανικό αλλά δεν ακολούθησε κανέναν. Το βλέμμα του παρατηρούσε το φλεγόμενο αντικείμενο ακόμα και όταν ήταν πλέον μόνος του σε μια πεδιάδα που έζεχνε θάνατο. Πτώματα τον περιτριγύριζαν με τα κενά τους βλέμματα καρφωμένα εκεί ακριβώς που κοιτούσε και εκείνος. Έβγαλε την περικεφαλαία του παίρνοντας ανάσα βαθιά.

            Εκείνος που δεν έχει όνομα
            Ούτε αφέντη και θεό
            Εκείνος που παλεύει για τα δικά του ιδανικά
            Με μόνο γνώμονα την αγνή του ψυχή
            Εκείνος θα πεθάνει ελεύθερος.
            Εκείνος θα ζήσει για πάντα

 





             

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις