Καθαρσις

«Τί μπορεί να ζητάς τούτη την ώρα;»

            «Απελευθέρωση».
            «Ανόητε».
            «Θα την αποκτήσω, όπως και όλοι μας».
            «Ο λόγος σου δεν σημαίνει τίποτα. Ποτέ δεν σήμαινε. Δεν είναι παρά βροντές που τραντάζουν τη Γη μα δεν κουβαλάνε κανένα νόημα, καμιά πράξη. Φοβερίζουν, τρομοκρατούν αλλά δεν επέρχεται καταστροφή».
            «Δεν είσαι ούτε Θεός, ούτε δαίμονας. Κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να υποκλίνεται τυφλά στη διαταγή σου. Ένας θνητός σαν κι εμάς είσαι που τον κυβερνά ένας θρόνος, μια ιδέα όπως ακριβώς συνέβη και με τους προκατόχους σου. Δες! Ω μεγάλε τύραννε! Δες το έργο σου και αναρωτήσου: αυτή η υποταγή είναι που αναζητάς; Φόβος αντί σεβασμού; Ακούνε το όνομά σου και σαν σκυλιά τρέχουν και κρύβονται. Βλέπουν τη σκιά σου και πέφτουν στο έδαφος μονομιάς. Μπορεί αυτό να θεωρηθεί ζωή; Απάντησέ μου! Είναι; Όσο εσύ αναπαύεσαι στα πλούτη και τη χλιδή σου, ω τόσο γαλήνια, περιτριγυρισμένος από θησαυρούς βουτηγμένους σε αίμα και στοιχειωμένους από ψυχές αθώων; Πες μου, μεγάλε άρχοντα, ως πότε νομίζεις πως η πόλη θα κοιμάται στη σιωπή και η ανοχή θα την νανουρίζει γλυκόπικρα; Ως πότε θα μπορείς να απολαμβάνεις την βασίλεια σου δίχως κάποιο στιλέτο κρυμμένο κάτω από το προσκέφαλό σου;» έφτυσε στο πάτωμα «Σε οικτίρω για την μοίρα που έχει γραπωθεί πάνω σου η οποία θα σε ελευθερώσει από τα δεσμά της μόνο όταν και η τελευταία σου πνοή σε εγκαταλείψει». Υποκλίθηκε με ειρωνεία αλλά πιο βαθιά από κάθε άλλη φορά.
            Τα λόγια του βγήκαν πέρα για πέρα αληθινά και όσο περνούσαν οι μέρες ξύπνια κρατούσαν την πόλη ψίθυροι και φήμες κάποιας αναμενόμενης εξέγερσης. Όσο οι κατάσκοποι ενημέρωναν τον τύραννο, εκείνος όλο και έχανε τα λογικά του, ενώ σε κάθε όνειρο έβλεπε τον άνδρα εκείνον και άκουγε τα ζοφερά του λόγια. Δεν πτοήθηκε όμως. Το αντίθετο. Το αίμα του έβραζε και η καρδιά του σκλήραινε σε σημείο που κανείς δεν έβγαινε πλέον ζωντανός από τα μπουντρούμια. Κι αν οι κατάσκοποί του ‘έδειχναν’ τον οποιοδήποτε και τον κατονόμαζαν προδότη τότε τον εκτελούσε δίχως δίκη. Ακολουθούσε τον δρόμο των πατεράδων και παππούδων του. Φόβος. Χωρίς αυτόν δεν υπήρχε τυφλή εμπιστοσύνη και σεβασμός. Η μακροχρόνια βασιλεία μπορεί να επιτευχθεί μονάχα με τρόμο προς τους αδύναμους και εχθρούς. Όσο ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του δίκαιο και σωστό, κανένας άνδρας δεν θα μπορούσε να του γκρεμίσει την εικόνα με την οποία ξυπνούσε κάθε πρωί και πλάγιαζε το βράδυ.
            Ο καιρός περνούσε και η κατάσταση στη πόλη χειροτέρευε με συχνές συγκρούσεις μεταξύ πολιτών και φρουρών. Ο ίδιος άνδρας άνοιξε τις πόρτες της αίθουσας θρόνου και με βλέμμα οργισμένο έδειξε τον τύραννο.
            «Σε προειδοποίησα. Δεν ήθελες όμως να ακούσεις».
            «Τα λόγια σου ήταν φαρμάκι πικρό μα το σώμα όσο και η ψυχή μου, δεν υποκύπτουν. Αφανίσου από μπροστά μου αν δεν θες να σε κατασπαράξουν οι σκύλοι!»
            «Συνετίσου και αναλογίσου. Ίσως οι θεοί σου προσφέρουν κάποια μεταθανάτια γαλήνη».
            Τα λόγια του, αν και κοφτερά σαν ατσάλι, δεν κατάφεραν να διαπεράσουν τη καρδιά του μήτε να αλλάξουν το μυαλό του. Ο τύραννος πετάχτηκε όρθιος τρελαμένος από οργή και μίσος για τον άνδρα εμπρός του. «Αρκετά! Πως τολμάς εσύ, ένα παιδί μπροστά μου, να απευθύνεσαι με τόση αυθάδεια στον άρχοντά σου; Αρκετά ανέχτηκα και μόνο οι θεοί γνωρίζουν την υπομονή που έκανα μαζί σου. Μάθε, λοιπόν, το εξής: σήμερα θα πεθάνεις από το χέρι το δικό μου» πετάχτηκε όρθιος από το καταραμένο κάθισμα, αρπάζοντας το ξίφος από το θηκάρι του προσωπικού του φρουρού. Έτρεξε με λύσσα προς τον νεαρό και με μένος κατέβασε τη λεπίδα καταπάνω του. Τα χρόνια όμως και η ταχύτητά του νεότερου ήταν ισχυροί αντίπαλοι. Ένα βήμα μόνο χρειάστηκε προς στο πλάι, αποφεύγοντας με επιτυχία το χτύπημα. Οι επόμενες κινήσεις του τυράννου ήταν επαναλαμβανόμενες: έτρεχε, σκόνταφτε και κατέβαζε το ξίφος με ωμή δύναμη όσο αφροί έβγαιναν από το στόμα του. Στο τέλος το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να ταλαιπωρήσει και να εξουθενώσει το κορμί του.
            «Πάρε το απόφαση, βασιλιά μου. Δεν θα μπορέσεις πλέον να εμποδίσεις τα μελλούμενα» το παλικάρι κοίταξε έξω από το παράθυρο και χαμήλωσε το βλέμμα «Έχει κιόλας ξεκινήσει. Δεν είναι αργά όμως για τη ψυχή σου! Ακολούθησε με. Απαρνήσου το στέμμα και την εξουσία του πάνω σου και έλα μαζί μου» ο τόνος του δεν ήταν πια επικριτικός ούτε κυνικός. Τα λόγια του ποτισμένα από οίκτο και θλίψη, σχεδόν τον παρακαλούσαν. Δεν λύγισε.
            Οι πόρτες άνοιξαν. Ένας πανικόβλητος φρουρός εισήλθε μέσα στην αίθουσα με το χέρι του να κραδαίνει το ξίφος τρέμοντας. «Ά-άρχοντά μου. Η πόλη…φλέγεται. Οι υπήκοοί σας…έχουν όλοι συγκεντρωθεί στις πύλες και προσπαθούν να τις ρίξουν!»
            «Εσύ…» έριξε το βλέμμα του ξανά στον νεαρό άνδρα  ο οποίος είχε χαλαρώσει το σώμα του και φαινόταν απογοητευμένος από την έκβαση των γεγονότων.
            «Βασιλιά μου! Πρέπει να βιαστούμε! Θα μπουν και τότε-» συνέχισε πανικόβλητος ο φρουρός.
            «Θα τους σκοτώσετε όλους αν χρειαστεί! Όλους! Με ακούτε;! Αυτή είναι η διαταγή μου σε όλους σας! Ακόμα κι αν πρέπει να εκτελεστεί όλη η πόλη θα το κάνετε! Παιδιά, γυναίκες και άνδρες ακόμα και σκυλιά! Όποιος τολμήσει να απειλήσει τον βασιλιά σας μόνο θάνατο θα βρει μπρος του!» είχε χαθεί μέσα στην μανία του. Ο φρουρός σάστισε στις φωνές του άρχοντά του μα δεν πρόβαλλε καμιά αντίρρηση. Υποκλίθηκε και έτρεξε να ειδοποιήσει τους λοιπούς στρατιώτες.
            «Κι εσύ…εσύ θα πέσεις μαζί τους!» κοίταξε τον προσωπικό του φρουρό και δείχνοντας τον νεαρό άνδρα είπε με βροντερή φωνή «Οδήγησέ τον στα μπουντρούμια του κάστρου! Βασάνισε τον αν χρειαστεί, μα μην τον αφήσεις ποτέ ξανά να πάρει ελεύθερα ανάσα από τον αέρα. Μην τον αφήσεις να κοιμηθεί ξανά γαλήνια τις νύχτες. Ας παραδοθεί στον πόνο και την αγωνία όσο παρακολουθεί την βασιλεία μου να ακμάζει!»
            «Άρχοντά μου, τι λέτε;» απόρησε μα δεν κατάφερε να μιλήσει περαιτέρω. Καπνοί και η μυρωδιά καμένου γιόμισαν το δωμάτιο ενώ πέτρες άρχισαν να ρίχνονται στα παράθυρα και να διαλύουν τα γυαλιά.
            «Όχι! Όχι!» φώναζε απελπισμένος πλέον ο τύραννος «Σκοτώστε τους! Προστατέψτε τον βασιλιά σας!» συνέχιζε να ουρλιάζει. Μα κανείς δεν άκουγε. Ξάφνου ήταν μονάχος στην αίθουσα. Μόνο εκείνος και ο νεαρός άνδρας ο οποίος είχε τρέξει προς τον τοίχο. «Που πας, σκουλήκι; Θα πεθάνεις μαζί τους! Ακούς;» αλλά δεν άκουγε. Με το άγγιγμα της παλάμης του, άνοιξε ένα κρυφό πέρασμα και μέσα σε αυτό χάθηκε. Ο τύραννος μανιασμένος – σαν σωστός δαίμονας – τον ακολούθησε και βούτηξε στο σκοτάδι του υπογείου περάσματος βαστώντας γερά το ξίφος. Περπατούσε στα τυφλά και μουρμούριζε. Μουρμούριζε συνεχώς χαμένος μέσα στην τρέλα της οργής. Παραπατούσε ενώ τα ρούχα του σιγά – σιγά σκίζονταν από τους φθαρμένους τοίχους. Το πρόσωπό του είχε αλλοιωθεί από τις γρατζουνιές και τα πόδια του είχαν γεμίσει δαγκωματιές από τους δεκάδες αρουραίους που ορμούσαν πάνω τους. Δεν σταματούσε όμως. Σαν τον διάολο, έτσι και αυτός, έπαιρνε δύναμη από τον πόνο και το αίμα που έτρεχε στο κορμί του.
            Ώρες αργότερα ένα αχνό φως φάνηκε στο βάθος και με μιας επιτάχυνε το βήμα του. Το αρρωστημένο χαμόγελό του έγινε ακόμα πιο αποκρουστικό. Όταν έφτασε στο ξεχασμένο αυτό δώμα όπου το φως έκαιγε από κάποια δάδα, πάγωσε στο εφιαλτικό θέαμα.
            «Πως..;» αναρωτήθηκε καλύπτοντας στο στόμα του με τη βρώμικη παλάμη, ενώ το ξίφος έπεσε στο έδαφος.
            «Η μανία σου» μια φωνή του πάγωσε το αίμα. Φωνή γνώριμη που κάποτε άνηκε στο σώμα ενός αυθάδη νέου μα πλέον βρισκόταν στον αποπνικτικό αέρα γύρω του, κ
͘αθώς το κορμί είχε πεθάνει και είχε σαπίσει, με τα χρόνια να το λιώνουν και να το μετατρέπουν στο σκελετό που βρισκόταν απέναντί του. «Η μανία σου σε έφερε εδώ. Η μανία σου στέρησε από δίπλα σου τον μονάκριβο γιο και κληρονόμο. Και αυτή σου η μανία θα κλέψει τη ζωή από μέσα σου» ανατρίχιασε ολόκληρος. Η οργή μετατράπηκε σε φόβο και ο φόβος του έκοψε την ανάσα. Γονάτισε και όσο η καρδιά του σπάραζε από την έλλειψη ελέους και αέρα, η φωνή συνέχισε «Ένας βασιλιάς είναι ένα τίποτα χωρίς τους υπηκόους και τον σεβασμό τους. Καλύτερα νεκρός παρά δαίμονας και βιαστής της ζωής» σωριάστηκε στο παγωμένο πάτωμα με το βλέμμα παραμορφωμένο από τρόμο.
            «Είμαστε λοιπόν ξανά μαζί…πατέρα».




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις