Η Κατάρα του Σένγκαο: Μέρος 5ο

«Μα, πως είναι δυνατόν να έχουμε εχθρούς σε αυτά τα μέρη;»
            «Ίσως οι άνθρωποι να είναι περήφανοι εδώ και να θέλουν να αντιμετωπίσουν μόνοι τα προβλήματά τους» ο Λου έδωσε μια γερή σφαλιάρα στον σβέρκο του Πάι Λα.
            «Μην είσαι ανόητος! Οι Χίλιοι Άνεμοι δεν ανήκουν σε αυτή τη Περιφέρεια. Ανάθεμα κι αν ανήκουν πουθενά. Τα τελευταία χρόνια μόνο νομάδα μπορείς να τους αποκαλέσεις, παρά σέκτα».
            «Γου Σι, τι άλλο βρήκες;» τους κοίταξα έναν – έναν, και τα εφτά αδέρφια μου που κρέμονταν από τα χείλη μου.
             Ο Τάι Λονκ, ο Ντονγκ Τσα, ο Λου Τσιεν, οι Σιάο Γουέι και Τζια , ο Γιαν Φέι, και Πάι Λα κοιμόντουσαν ήδη στα κρεβάτια τους όταν είχα γυρίσει από την μικρή αυτή αναμέτρηση. Αλαφιασμένος, αποδυναμωμένος, έψαχνα απεγνωσμένα τον Μεγάλο Αδελφό ώστε να τον ενημερώσω για την απρόσμενη αυτή συνάντηση. Για καλή μου τύχη καθόταν σε ένα από τα τραπέζια της πίσω αυλής απολαμβάνοντας μια κούπα ζεστού κρασιού. Μα η ηρεμία που τον κατείχε δεν διήρκησε για πολύ καθώς όταν πρόσεξε τις πληγές στο πρόσωπό μου συνειδητοποίησε πως η νηνεμία της νύχτας δεν θα διαρκούσε παραπάνω. Ενημερώνοντας τον μέχρι και τη παραμικρή λεπτομέρεια, σηκώθηκε και έφυγε με την υπόσχεση πως θα μάθαινε περισσότερα. Χάθηκε στην άδεια πόλη, ενώ εγώ ανέβηκα τις σκάλες που οδηγούσαν στα δωμάτιά μας. Πρώτα θα φρόντιζα τα σχισίματα στο πρόσωπό μου και μετά θα κατέβαινα ξανά για να γεμίσω το ταραγμένο μου στομάχι με λίγο ζεστό φαΐ και καλό κρασί. Η σκέψη και μόνο με καθησύχασε.
            Όταν είχα ανεβεί στο δωμάτιο, ο Τάι ήταν ήδη ξύπνιος. Σιγανά, τον προσκάλεσα να έρθει μαζί μου να φάμε. Η παρέα του θα μου πρόσφερε πολλά, ίσως και συμβουλές για όσα συνέβησαν. Μα, όπως και ο Ντάε, το πρώτο πράγμα που πρόσεξε ήταν τα γδαρσίματα και αμέσως φάνηκε να περιμένει κάποιου είδους κακά μαντάτα. Του εξιστόρησα τα πάντα για την κοπέλα που αντιμετώπισα, για τη πάλη μας και τις τεχνικές που χρησιμοποίησε. Οι απαντήσεις του ήταν ίδιες με τις δικές μου και ο φόβος μας κοινός. Την ίδια στιγμή, ο Πάι Λα, ο νεότερος της ομάδας – μόλις δεκαπέντε ετών, άνοιξε τη πόρτα. Η νυχτερινή λιγούρα τον είχε ξυπνήσει και παρατηρώντας το αναμμένο φανάρι του δωματίου μας, είχε την καλοσύνη να μας προσκαλέσει μαζί του. Ο Τάι και εγώ δεχτήκαμε απευθείας, με τον όρο όμως να έρθουν όλα τα αδέρφια, ώστε να συζητήσουμε τα αινιγματικά γεγονότα.
            «Φορούσε αυτό εδώ για να καλύψει τα χαρακτηριστικά της» έβγαλα από το εσωτερικό του πανωφοριού μου τη μάσκα της και την τοποθέτησα στο τραπέζι για να την δουν όλοι. «Δεν ήθελε να μαθευτεί η ταυτότητά της πάση θυσία» έκανα μια παύση και χάθηκα για λίγο στις σκέψεις μου. Ήταν η πρώτη ευκαιρία που μου είχε δοθεί ώστε να επεξεργαστώ τη κάθε λεπτομέρεια της συνάντησής μας και να ενώσω τα κομμάτια του παζλ. «Αν και  σίγουρα ανήκει στη σέκτα των Χιλίων Ανέμων! Είμαι απόλυτα σίγουρος. Οι κινήσεις της, οι επιθέσεις της, όλα μαρτυρούσαν τη μύησή της στις διδασκαλίες της σέκτας. Ανάθεμα! χρησιμοποίησε τις Χίλιες Γροθιές. Κανείς πέρα από εκείνους δεν μπορεί να τη δαμάσει αυτή τη τεχνική, πόσο μάλλον να την χρησιμοποιήσει με τέτοια μαεστρία».
            «Τότε είναι γεγονός. Τους έχουμε απέναντί μας» η απαλή φωνή του Ντονγκ Τσα ήχησε έπειτα από ώρες σιωπής. Από όλα τα αδέρφια ήταν ο μοναδικός που δεν είχε ακουστεί. Σπάνια μιλούσε αν δεν είχε κάτι σοβαρό να πει ή έστω κάποιο σπαραχτικό αστείο. Όμως, δεν μπορούσα να διακρίνω αν ήταν απογοήτευση ή τρόμος που κρυβόταν πίσω από το δυσοίωνο συμπέρασμα του.
            Ένα γιατί μας προβλημάτιζε. Γιατί ένας γκρεμισμένος οίκος από μία μακρινή Περιφέρεια να βρεθεί εδώ και να μπλεχτεί σε μια υπόθεση που δεν τον επηρεάζει ή δεν του προσφέρει τίποτα. Το βουνό είχε μετατραπεί σε νεκροταφείο και όσοι θρηνούσαν ήταν κάτοικοι αυτής της μικρής πόλης. Εμείς είχαμε κληθεί ως η έσχατη λύση. Που έπρεπε, λοιπόν, να τοποθετηθεί το δικό τους κομμάτι αυτού του γρίφου;
            Κανείς μας δεν μίλησε για αρκετή ώρα.
            Ο Τάι γέμισε την κούπα του και άφησε ατσούμπαλα το κανάτι στο τραπέζι, προκαλώντας τέτοιο ήχο που κατάφερε να σπάσει την σιωπή που μας έπνιγε. Ύψωσε τη κούπα του και με δάκρυα στα μάτια ψιθύρισε κάποια λόγια. Ήξερα τι έκανε, όπως και τα υπόλοιπα αδέλφια που ακολούθησαν τις κινήσεις του.
            «Είθε οι θεοί να αναγνωρίσουν την αγνότητα της ψυχής σου και να σου προσφέρουν την γαλήνη που πάντα αναζητούσες» ήπιε μονομιάς το περιεχόμενο μα δεν έμελλε να λήξει ήρεμα η νύχτα. Τα αδέρφια ήπιαν και εκείνα, επαναλαμβάνοντάς τα λόγια του, γεγονός που τον εξόργισε. Πετάχτηκε όρθιος και χαστούκισε τις κούπες από τους δίδυμους Σιάο. Το κρασί χύθηκε ολόκληρο πάνω τους και τον κοίταξαν απορημένοι. Οι υπόλοιποι απομακρύνθηκαν. Εγώ παρέμεινα στη θέση μου, γνωρίζοντας την πηγή του εκνευρισμού και κατανοώντας την οργή του.
            «Δεν έχετε κανένα δικαίωμα να πίνετε προς τιμήν του! Αμαυρώνεται την μνήμη του!» είχε χάσει τον έλεγχο. Τα μάγουλα του είχαν κοκκινήσει από την επήρεια του ποτού, τα μάτια του ήταν δακρυσμένα από τον πόνο και το μεθύσι ενώ έτρεμε ολόκληρος. Είχαμε όλοι σαστίσει.
            «Μην είσαι ανόητος, Τάι. Πιστεύεις πως δεν πονάμε για τον χαμό του αδερφού; Πιστεύεις πως δεν θρηνούμε;» ρώτησε ο Γουέι και ο Τάι απλά έφτυσε κάτω.
            «Ζητάς να σε πιστέψω, αδερφέ; Ζητάς να πιστέψω πως εσείς που τον χλευάζατε πίσω από τον πλάτη του πραγματικά θρηνείται για τον χαμό του; Οι θεοί θα σας καταδικάσουν για τα ανίερα ψέματά σας» οι δίδυμοι πετάχτηκαν όρθιοι και ο Τάι δεν φάνηκε να κάνει πίσω. Γέμισα το ποτήρι μου ακόμα μία φορά ενώ τα υπόλοιπα αδέρφια ψιθύριζαν μεταξύ τους και κοιτούσαν πέρα δώθε μη και είχαν αναστατώσει τους κατοίκους. Η ώρα ήταν περασμένη, η νύχτα βρισκόταν στο απόγειό της και εμείς ήμασταν απλοί επισκέπτες. Οφείλαμε να σεβαστούμε τις ώρες αυτές όλος ο κόσμος αναπαυόταν.
            «Εσύ θεωρείσαι σωστός και δίκαιος Τάι; Τον άφησες να πηδήξει, στην ίδια βάρκα βρισκόσασταν, και δεν έκανες τίποτα. Γιατί, λοιπόν, να μην θεωρείσαι εσύ κύριος υπαίτιος του θανάτου του;»
            Σηκώθηκα πάνω και πλησίασα τον Τζια ακουμπώντας τον φιλικά στον ώμο.
            «Αρκετά, δεν νομίζετε;» έριξα το βλέμμα μου στον Τάι «Είμαστε όλοι κουρασμένοι, ψυχικά και σωματικά. Αν ξεκινήσουμε να τρωγόμαστε όπως τα θηρία ίσως θα ήταν καλύτερα να επιστρέψουμε πίσω σπίτι μας» απομάκρυνα το άγγιγμά μου και με την άκρη του ματιού μου διέκρινα τον Τζια να τοποθετεί διακριτικά το μαστίγιό του πίσω στο ζωνάρι της ρόμπας του, όσο ο Γουέι με υπεροπτικό ύφος νικητή είχε εναποθέσει το ξίφος του πάνω στον ώμο του προκλητικά. «Πως θα βοηθήσουμε τους ανθρώπους εκεί έξω όταν οι ίδιοι δεν μπορούμε να στηρίξουμε ο ένας τον άλλον;» επιστρέψαμε στις θέσεις μας «Ίσως να φταίμε όλοι για τον χαμό του, ο κάθε ένας μας ξεχωριστά, αλλά δεν μπορούμε να αλλάξουμε το παρελθόν και σίγουρα δεν μπορούμε να ταράζουμε το πνεύμα του με τους ανόητους μας καβγάδες». Χαλάρωσα και πήρα μια βαθιά ανάσα με ένα μικρό χαμόγελο «Αυτή τη στιγμή πρέπει να περιμένουμε για την επιστροφή του μεγάλου αδελφού και για τη συμβουλή του» έστρεψα όλη μου τη προσοχή στο πιάτο μου. Είχα καταφέρει να φάω δυο – τρεις μπουκιές όλες κι όλες. Το ρύζι ήταν υπερβολικά στεγνό, ή έστω έτσι μου φαινόταν, και τα φασόλια έτριζαν στα δόντια μου, άνοστα και κακό βρασμένα.
            «Οι διαπληκτισμοί σας είναι ανούσιοι».
            Όλοι στραφήκαμε προς την παρουσία του μεγάλου αδερφού και ευθύς τον χαιρετήσαμε. Έκανα στην άκρη, αποδεσμεύοντας τον περίσσιο χώρο που είχα καταλάβει και ο Λου του σέρβιρε αμέσως μια κούπα την οποία και δέχτηκε σιωπηλά.
            «Τί κατάφερες να μάθεις;» από τη στιγμή που είχα έρθει αντιμέτωπος με τη γυναίκα εκείνη, η καρδιά μου έκαιγε να πάρει απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα που είχαν δημιουργηθεί.
            «Όχι πολλά. Αύριο θα χρειαστεί να κάνουμε μια μικρή παράκαμψη».
            «Δεν θα ξεκινήσουμε για το Βουνό;» έκανα την ερώτηση που όλοι διακαώς περίμεναν την απάντηση.
            Ήπιε μια μεγάλη γουλιά και παρέμεινε σκεπτικός. Τα μάτια του, σκοτεινά και ταλαιπωρημένα από την αυπνία, βρίσκονταν μονίμως χαμηλωμένα. «Από την στιγμή που το ταξίδι ξεκίνησε τα ερωτήματα πληθαίνουν κάθε ώρα και στιγμή. Η παρουσία των Χιλίων Ανέμων μόνο μπελάδες μπορεί να δημιουργήσει» κούνησε το κεφάλι του όταν πρόσεξε την μάσκα στην άκρη του τραπεζιού. «Αυτό ανήκει σε εκείνη;» η ερώτηση πήγαινε κατευθείαν σε εμένα. Αν και δεν με κοιτούσε, αισθανόμουν μια παγωμένη αύρα από το βλέμμα του. Με ένα νεύμα μόνο τον διαβεβαίωσα πως είχε δίκιο. Περιεργάστηκε το αντικείμενο για αρκετή ώρα. Το άγγιξε, και περισσότερο παρέμεινε στα ερυθρά στίγματα και την τεχνική με την οποία είχε κατασκευαστεί. Στα μάτια μου ήταν απλά μια μάσκα που κάθε θεατρίνος φορούσε για να εισχωρήσει στον ρόλο που του είχε δοθεί. Για τον Μεγάλο Αδελφό ήταν κάτι πολύ παραπάνω που δεν κατανοούσα ακόμα.
            «Πόση δειλία πρέπει να κρύβεται από πίσω για να μην θέλει να μαθευτεί η ταυτότητα της. Δειλία και φόβος» επισήμανε, ακουμπώντας τη στο τραπέζι. Οι Χίλιοι Άνεμοι δεν φημίζονταν για το ήθος τους αλλά σίγουρα ήταν περήφανος Οίκος και ό,τι έπρατταν το έκαναν με το κεφάλι ψηλά. Από τη στιγμή όμως που εκδιώχθηκαν από την ίδια τους την γη, έχασαν το δέσιμο με το ένδοξο παρελθόν των προγόνων τους. Τους παρέμεινε μονάχα ο τίτλος και περηφάνια της καταγωγής.
            «Έξω από τα τείχη της πόλης διαμένει ο φαρμακοποιός με την οικογένειά του. Γνωρίζει πολλά και θα μας βοηθήσει με την αναζήτησή μας. Με την ανατολή του ηλίου θα ξεκινήσουμε. Δεν υπάρχει λόγος, λοιπόν, να συζητάμε παραπάνω» Σηκώθηκε και έστρωσε τα ρούχα του «Επιστρέψτε στα δωμάτια και εκμεταλλευτείτε τις λίγες ώρες που απέμειναν για ξεκούραση. Κι εσύ Γου Σι. Η ενέργειά σου έχει εξασθενήσει». Συμφωνήσαμε. Αφήσαμε τις κούπες και τα πιάτα και ο κάθε ένας μας κίνησε για τη κάμαρα του.


 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις