Η Κατάρα του Σένγκαο: Μέρος 9ο

Όπου και να κοιτούσαμε τριγύρω επικρατούσε ξηρασία. Τα χορτάρια διαλύονταν όπως τα ρυζόχαρτα κάτω από τα πόδια μας, ενώ ακόμα και το χώμα ήταν νεκρό – στεγνό και γεμάτο σκουλήκια που τρέφονταν από τα απομεινάρια του οποιουδήποτε σαπισμένου φυτού. Δεν ήταν δα και μεγάλη έκπληξη όταν είχαμε εισχωρήσει μέσα στο αποπνικτικό δάσος. Χιλιάδες κορμοί γέρικων δένδρων απλώνονταν απειλητικά με τα κλαδιά τους να μας απειλούν σε κάθε απρόσεχτο και βιαστικό βήμα ενώ άλλα σκαρφάλωναν ως τα ουράνια εμποδίζοντας ακόμα και το λιγοστό φως που θα μπορούσε να μας προσφέρει η Σελήνη με το χλωμό κορμί της. Ακόμα, η θερμοκρασία είχε φτάσει σε πολύ χαμηλά επίπεδα, καθιστώντας με τη σειρά της το ταξίδι ακόμα πιο απαιτητικό. Οι ρόμπες μας δεν ήταν αρκετές για να μας κρατήσουν ζεστούς ενώ δεν μας επιτρεπόταν από τον ίδιο τον χρόνο να σταθούμε και να βράσουμε μερικά βότανα για να τονώσουμε τον οργανισμό μας. Έπρεπε λοιπόν να παλέψουμε με τις αδυναμίες μας και να συνεχίσουμε σφίγγοντας τα δόντια. Η Σχολή μας εκπαίδευε για ακραίες συνθήκες και την αντιμετώπισή τους μονάχα με την συγκέντρωση. Πολλές φορές μάλιστα, περνούσαμε βράδια ολόκληρα στον χιονιά ή στις καταιγίδες, έξω από τα δωμάτιά μας με τους Δασκάλους να μας παρατηρούν από την ασφάλεια των καμάρων τους. Εξασκούσαμε την υπομονή και την Εσωτερική μας Ενέργεια, έλεγαν, ώστε να αντιμετωπίζουμε με επιτυχία τις αντίξοες συνθήκες του περιβάλλοντος. Κανένα ταξίδι δεν θα ήταν απόλυτα ασφαλές. Ανά πάσα στιγμή έπρεπε να ήμαστε προετοιμασμένοι για ακραίες καταστάσεις.
            Φυσικά, υπήρχαν παράπονα από μεριάς των αδερφών και για να είμαι ειλικρινής  και για μένα θα ήταν πιο συνετό να περάσουμε το βράδυ χαμένοι στον ύπνο μας. Η ενέργειά μας θα ανανεωνόταν και οι αντοχές μας θα αυξάνονταν. Παρακολουθούσα τον μεγάλο αδερφό και με πόσο σίγουρο βήμα προχωρούσε μπροστά μας, βράχος σωστός που δεν τον διέλυε κανείς. Λίγο πιο πέρα, η Σουί Λιάν συνέχιζε να μας καθοδηγεί.
            «Με όλο τον σεβασμό αλλά,» ακούστηκε η φωνή του Τάι, εξουθενωμένη και κομμένη ανάμεσα από απεγνωσμένες ανάσες «δεν νομίζω πως μπορώ να προχωρήσω» γυρίσαμε και τον κοιτάξαμε. Ο Σιάο Γουέι έτρεξε προς το μέρος του και του πρόσφερε λίγο δροσερό νερό για να τον αναζωογονήσει μα εκείνος τον έσπρωξε μακριά του.
            «Είναι δυνατόν να κρατάς κακία σε μία τέτοια στιγμή;» τον μάλωσα και έκανα νόημα στον Γουέι να προσπαθήσει ακόμα μία φορά. Ήξερα πόσο πεισματάρης ήταν ο Τάι και πως ποτέ δεν θα συγχωρούσε τους Σιάο για τα δηλητηριώδη λόγια που έφτυναν όσον αφορά τον συγχωρεμένο Πο, μα έπρεπε να δεχτεί τούτη τη βοήθεια. Επέμεινα, το ίδιο και ο Γουέι. Χωρίς επιτυχία. Ο Τάι συνέχιζε να τον απομακρύνει, παρόλο που δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. «Μην είσαι ανόητος. Θα αφυδατωθείς» συνέχισα να τον παρακινώ αλλά δεν έπαιρνε από λόγια.
            «Μεγάλε Αδερφέ, μια μόνο στάση» παρακάλεσε ο Λου και κοιτάξαμε τον Ντάε.

            «Μη ξεχνάτε πως η αποστολή αυτή αποτελεί και κομμάτι της εκπαίδευσής σας. Μια απόδειξη πως είστε ικανοί να ανταπεξέλθετε» δεν σταμάτησε το βήμα του όσο μιλούσε. Υπενθυμίζοντάς μας πως μέσα από αυτό το ταξίδι και τον άθλο θα φαινόταν η πραγματική μας αξία, συνέχισε το μονοπάτι που ακολουθούσαμε.
            Σιωπή. Αδυναμία. Πότε πραγματικά είμαστε αδύναμοι, ανίκανοι και πότε είναι ζήτημα ζωής και θανάτου; Πότε η κρίση μας είναι κατάλληλα ώριμη για να παρθεί μία τέτοια απόφαση; Η ηρεμία στη φωνή του Μεγάλου Αδερφού και η φύση της απάντησης του για πρώτη φορά κουβαλούσαν μια αυστηρότητα που στη καρδιά μου φαινόταν σκληρή και απάνθρωπη. Γύρισα να κοιτάξω τον Τάι που μετά βίας στεκόταν όρθιος και οι ανάσες του γίνονταν ολοένα και πιο αραιές.
            «Από πότε οι Δάσκαλοι αποζητούν το κακό μας;» τόλμησα να μιλήσω με υψηλό τόνο «Κοίταξέ τον, Αδερφέ! Πες μου με ειλικρίνεια πως προσποιείται και εγώ θα σε ακολουθήσω έως τις κορυφές του Όρους απόψε κιόλας! Αλλά αν μου πεις πως όντως υποφέρει, τότε δεν θα κάνω βήμα παραπάνω» έριξα το σακίδιο μου και περίμενα κάποια απάντηση.
            «Καλώς» η ματιά του με κάρφωσε σαν κεντρί αλλά δεν χαμήλωσα το βλέμμα μου. Όσο οργισμένος και αν αισθανόταν από την αυθάδεια μου, έπρεπε να καταλάβει πως δεν υπήρχε άλλη επιλογή. «Σουί Λιάν, είμαστε ασφαλής εδώ;» Ή θα προχωρούσαμε και θα τον αφήναμε πίσω έρμαιο της εξουθένωσής του ή θα χάναμε μερικές ώρες μονάχα προς όφελος μας.
            «Απέχουμε ελάχιστα από τους πρόποδες του βουνού. Ούτε μισή μέρα ταξίδι. Αν ξεκινήσουμε αύριο με την αυγή, τότε πριν από το απομεσήμερο θα βαδίζουμε προς τα σπήλαια. Εκεί είναι ο ναός και οι φωλιές του. Θα χρειαστείτε κάθε σπιθαμή της Ενέργειάς σας σε εγρήγορση.  Εδώ, ευτυχώς, δεν κατεβαίνουν…Συνήθως δηλαδή».
            «Ζώα;» ρώτησε ο νεότερος της ομάδας, Πάι Λα, με μια γερή δόση αμφιβολίας στη φωνή του.
            «Χειρότερα πλάσματα» ήταν η απάντησή της και ακούμπησε τον σάκο της στο χώμα, κάτω από ένα γέρικο δέντρο «Οι μοναχοί αποφεύγουν αυτό το μέρος διότι ούτε οι προσευχές ούτε οι λιτανείες έχουν κάποιο αποτέλεσμα. Ό,τι ζει εκεί πάνω σίγουρα δεν αναζητά τη γαλήνη του θανάτου». Αυτός ήταν ο σκοπός μας. Να αναλαμβάνουμε ό,τι δεν μπορούν να ελέγξουν οι Μοναχοί. Να ερχόμαστε αντιμέτωποι με το αδύνατο και το τρομερό.  
            Ο άνεμος ζωντάνεψε και ούρλιαξε μέσα από τις φυλλωσιές, παγώνοντας ακόμα περισσότερο το αίμα μας.   
            Σύντομα, όλοι είχαν πλαγιάσει κάτω από κάποιο δένδρο, κουκουλωμένοι με πρόχειρα πανωφόρια. Εγώ έμεινα στο πλάι του Τάι, τον οποίο και είχαμε ξαπλώσει πάνω στη μοναδική κουβέρτα που κουβαλούσαν τα δίδυμα αδέρφια, παρακολουθώντας την κατάστασή του. Το δέρμα του έκαιγε σαν να είχε πάρει φωτιά ενώ ήταν λουσμένος από κρύο ιδρώτα. Έτρεμε και οι ανάσες του έβγαιναν βεβιασμένες. Έφερα το μπουκάλι με το νερό στα αφυδατωμένα χείλη του. Η αδυναμία του τον καθιστούσε ανίκανο να προβάλλει την οποιαδήποτε αντίσταση και κατάφερα να ποτίσω τον διψασμένο του οργανισμό με μερικές σταγόνες δροσερού νερού. Ήταν αρκετές για να του προσφέρουν μερική ανακούφιση.
            «Θα του κάνει καλό. Θα ρίξει τη θερμοκρασία του σώματός του και θα αναζωογονήσει το πνεύμα του. Βάλτο προσεκτικά στον σβέρκο του» η απαλή φωνή της με καθησύχασε και έδιωξε τους φόβους μου. Κουβαλούσε ένα βρεγμένο πανί το οποίο και μου το έδωσε. Ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες της, ανασήκωσα ελαφρά το κεφάλι του και τοποθέτησα το πανί από κάτω. Ο Τάι είχε αφεθεί ήδη σε βαθύ ύπνο.
            «Έχουμε χάσει ήδη έναν αδελφό…θα ήταν γερό πλήγμα για όλους να χαθεί ακόμα ένας» αναστέναξα, ξεστομίζοντας τις σκέψεις εκείνες που δεν τολμούσα να μοιραστώ με τους υπόλοιπους συντρόφους μου «Ξεκινήσαμε με τη σκέψη πως θα κάνουμε μια καλή πράξη. Αναλογιστήκαμε το κόστος και τους κινδύνους αλλά η θεωρία δεν σε προετοιμάζει ποτέ για τη πραγματικότητα».
            «Έτσι ένιωθα όταν έχασα τους δικούς μου. Θυμάμαι που έριξα όλο το φταίξιμο στον θείο μου γιατί τους επέτρεψε να με αφήσουν πίσω».
            «Δεν θα μπορούσα ποτέ να κατηγορήσω τον Ντάε ή κάποιον άλλον. Όλοι δεχτήκαμε αυτή τη πρόκληση. Αν ευθύνεται κάποιος είναι τα καταραμένα πνεύματα που κατοικούν σε αυτό τον τόπο».
            Ο Τάι μουρμούριζε μέσα στον λήθαργό του και η Σουί Λιάν έβγαλε από τη τσέπη της ένα πουγκί. Άδειασε το περιεχόμενό του στη παλάμη της και έτριψε τα βοτάνια στο εκτεθειμένο στέρνο του, με κυκλικές κινήσεις. «Θα απελευθερώσουν όποια δεσμά εμποδίζουν τις ανάσες του και θα γαληνέψουν τα όνειρά του» εξήγησε όσο παρακολουθούσα τη κάθε της κίνηση.
            «Στα αλήθεια ζουν δαιμόνια εδώ;» ο Πάι Λαν μας πλησίασε τρώγοντας λίγη ξερή πίτα που είχε μαζί του.
            «Ναι. Ζούνε και δηλητηριάζουν τη φύση με τη παρουσία τους. Η επιρροή τους είναι που αρρώστησε τόσο τα αδέρφια σας» έκανε μια παύση και σηκώθηκε «Τα βότανα πρέπει να μείνουν πάνω του έως τη στιγμή που θα ξυπνήσει. Δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο μα ούτε κι εσύ Γου Σι. Καλό είναι να αφήσουμε το βράδυ να περάσει και να ξεκουραστείτε».


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις